Ο Κώστας Μαυρουδής ξεκίνησε ως ποιητής, αλλά εδώ και πολλά χρόνια συνεχίζει να γράφει πεζά, χωρίς, ωστόσο, να έχει απομακρυνθεί ούτε κατ’ ελάχιστον από την ποίηση. Το καινούργιο βιβλίο του «Το αλάτι του Bad Ischl», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη, αποτελεί κατά δήλωσή του μέρος μιας τετραλογίας η οποία αποτελείται από τους τίτλους «Με εισιτήριο επιστροφής» (1983), «Οι κουρτίνες του Γκαριμπάλντι» (2000) και «Στενογραφία» (2006). Ξεφυλλίζοντας, εντούτοις, κανείς το νέο πόνημα του Μαυρουδή, εύκολα αντιλαμβάνεται πως εδώ συρρέει και εκβάλλει το σύνολο της πεζογραφικής του παραγωγής: από την «Επίσκεψη σε γέροντα με άνοια» (2001) και το «Η ζωή με εχθρούς» (2008) μέχρι και το «Η αθανασία των σκύλων» (2013). Τα πεζά του Μαυρουδή περνούν μέσα από τα είδη του δοκιμίου, του μικροδιηγήματος (ή διηγήματος μπονζάι), του ημερολογίου, του αποφθέγματος, της βιογραφίας, της αυτοβιογραφίας και του ταξιδιωτικού χρονικού (όλα αυτά σε αποσπασματική ή μάλλον σε ελλειπτική μορφή, εκτός, βεβαίως, του αποφθέγματος) ενώ συχνά επιζητούν να λειτουργήσουν και ως λεζάντες ή ως υποσημειώσεις στο περιθώριο τόσο της ίδιας της γραφής, που κάποτε γίνεται σπειροειδής και άκρως παιγνιώδης, όσο και της ανάγνωσης ή της υποδοχής της. Η ποίηση, ωστόσο, παραμένει εγκατεσπαρμένη σε όλο το μήκος της πεζογραφίας του ως ενδιάθετη στάση και υπόγειο κλίμα, ως ένας αφανής λόγος που προσδίδει αίφνης στο ακριβές περίγραμμα των πραγμάτων μια συνοπτική, αφαιρετική και ταυτοχρόνως συμπεριληπτική λειτουργία, η οποία υπερβαίνει το συγκεκριμένο (πραγματολογικό ή άλλο) πλαίσιο αναφοράς του.
Δύο διαφορές βλέπω ανάμεσα στο τωρινό βιβλίο και τα προηγούμενα: η μια είναι η αφηγηματική επιφάνεια και η έκταση των κειμένων. Κάθε βιβλίο του Μαυρουδή αποτελεί συλλογή μικρών κειμένων (εσωτερικά αλλά όχι αδιόρατα συσχετισμένων μεταξύ τους). Στην ανά χείρας, όμως, δουλειά του τα κείμενα είναι εκτενέστερα και αναπτυγμένα σε μεγαλύτερης εμβέλειας αφηγηματική γραμμή ενόσω στο θεματικό τους κέντρο επανέρχεται συχνά το ζήτημα της αργής, βασανιστικής και εκ των προτέρων ατελέσφορης διαδικασίας του λογοτεχνικού γραψίματος. Αυτή είναι η δεύτερη διαφορά από τα προηγούμενα, έχοντας, εννοείται, κατά νουν και την έκταση και την ουσία. Με ποιον ακριβώς τρόπο εντούτοις συλλαμβάνει η λογοτεχνία την πραγματικότητα προκειμένου να την προικίσει με φόρμα, πνοή, βάθος, όπως και με τη διάσταση μιας ούτως ή άλλως ανέφικτης αθανασίας; Μα, σκάβοντας ξανά και ξανά το ίδιο έδαφος και εξακολουθώντας, όταν επιτέλους αποσπάσει κάποιους καρπούς του, να δοκιμάζει τις ατέρμονες εξορύξεις της.
Η μνήμη, οι τόποι, οι χώροι και ο χρόνος αποτελούν τα άλλα θέματα του Μαυρουδή, φανερά στην προγενέστερη πεζογραφία του και ιδιαιτέρως τονισμένα και στο «Αλάτι του Bad Ischl». Διαποτισμένη από μυρωδιές, προσδιορισμένη από χρηστικά αντικείμενα (ένα πακέτο με αλάτι, παπούτσια, καπέλα, ενδυμασίες, ρολόγια, σπίρτα, τραπεζάκια, ακόμα και μια σκοτωμένη μύγα σε μια φθαρμένη από τον καιρό σελίδα βιβλίου). Όντας επίσης κεντημένη από αιφνίδιες εισβολές του ιστορικού και του συλλογικού στοιχείου (όπως η δίκη του Νίκου Πλουμπίδη ή η τραγική προσωπικότητα του Νίκου Ζαχαριάδη), η μνήμη μοιάζει με κάτι πολύ περισσότερο από ένα σβησμένο άκουσμα στα πεζά του Μαυρουδή και πλέκει τα μαγικά της δίχτυα (μαγικά επειδή δεν ξέρουμε ποτέ τι όντως θυμόμαστε και πόσο ή πώς το θυμόμαστε) γύρω από κάθε σχεδόν λέξη των κειμένων του. Όσο για τους τόπους και τους χώρους, έχουν μια υλικότητα που διευρύνει το οπτικό πεδίο του παρατηρητή επί τη βάσει μιας δέσμης αλλεπάλληλων φορτίσεων. Φορτίσεις οι οποίες μας οδηγούν σε ένα ακόμα χαρακτηριστικό των πεζών του, των παλαιότερων και ιδίως του σημερινού. Η διακειμενικότητα είναι κάπως άχαρος όρος, αλλά αν εκείνο που εννοούμε με αυτήν είναι η εκ των ένδον επικοινωνία ενός έργου με την εγχώρια και με την ξένη λογοτεχνία, πέρα από τη δική του εποχή, και ταξιδεύοντας στον λογοτεχνικό χρόνο και χώρο, τότε ο Μαυρουδής δεξιώνεται στο βιβλίο του πλήθος φανούς, φάρους, αλλά και πλήθος σκιές ή θαμπές αντανακλάσεις, της γαλλικής, της ιταλικής, της ρωσικής, της αγγλόφωνης και της γερμανόφωνης λογοτεχνίας: από Μαξ Ζέμπαλντ, Τζουζέπε Λαμπεντούζα, Κούρτσιο Μαλαπάρτε, Τόμας Μαν και Τόμας Μπέρνχαρντ μέχρι Έζρα Πάουντ, Τ. Σ. Έλιοτ, Γκιστάβ Φλομπέρ, Σταντάλ και Λέον Τολστόι (οι παραπομπές είναι ενδεικτικές).
Μιλάμε για το βλέμμα ενός εστέτ, που λατρεύει εξίσου, και το δείχνει ασταμάτητα, όλες τις οπτικές τέχνες συν την πολεοδομία και την αρχιτεκτονική. Ο αισθητισμός δεν πιστεύει σε χρήσεις αλλά σε αξίες, και αυτή είναι και η στάση του Μαυρουδή. Με μία διαφορά: ότι ο δικός του αισθητισμός μοιάζει εξαρχής υπονομευμένος: πρώτον, γιατί κατονομάζεται συνεχώς, και διά της κατονομασίας παράγεται ειρωνική απόσταση, και δεύτερον, επειδή το υψηλό, υπεράνω της πρακτικής ζωής φρόνημά του περιορίζεται από μια έκτυπη αγάπη για την υλικότητα (το βάρος των αντικειμένων για το οποίο συζητούσαμε πρωτύτερα) και για τη φωνή των πραγμάτων, όπως έλεγε ο Φράνσις Πονζ, ομνύοντας σε μια έστω ιδεαλιστική υλικότητα. Έτσι ο αισθητισμός του Μαυρουδή εξανθρωπίζεται (να σημειώσω πως παλαιότερα επικεντρωνόταν στο σώμα), χωρίς εκ παραλλήλου να αποβάλει από τον σκληρό του πυρήνα τον θαυμασμό για την ανόθευτη ομορφιά.
Μέσα από τη μνήμη, τους τόπους, τους χώρους και τον χρόνο, ο Μαυρουδής θα θυμίσει τι κάνει ο Αντονιόνι στο «Blow up» (αναφέρει τακτικά την ταινία στα βιβλία του): τοποθετώντας μια καταρχάς αδιάφορη λεπτομέρεια σε ένα κρίσιμο σημείο της αφήγησης, θα μας παροτρύνει να ξεκινήσουμε να τη μεγεθύνουμε μέχρι να αντιληφθούμε την πραγματική της δυναμική. Και η λεπτομέρεια, κακά τα ψέματα, συνιστά για τη λογοτεχνία όρο εκ των ων ουκ άνευ – προϋπόθεση για την καθημερινή της αναπνοή.