Ο Λέων Χ. Περαχιά, Ελληνοεβραίος της Θεσσαλονίκης, ανέβηκε κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στα τρένα του θανάτου, σύρθηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Μπεργκενάου και του Άουσβιτς, κατόρθωσε να επιβιώσει, περνώντας από την Κρακοβία στη Ρωσία, και εντάχθηκε με την επιστροφή του στην Ελλάδα στον κρατικό στρατό για να λάβει εκών άκων μέρος στον Εμφύλιο. Πέρα από τις άλλες του δεξιότητες, ο Περαχιά κατείχε την τέχνη της αφήγησης και έγραψε ένα χρονικό της εφιαλτικής του περιπέτειας στη ναζιστική Γερμανία με τίτλο «Μαζάλ» (τύχη στα εβραϊκά). Το χειρόγραφο επιμελήθηκε και εξέδωσε το 1990 ο Ντίνος Χριστιανόπουλος με εξώφυλλο του Κάρολου Τσίζεκ και σήμερα επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κάπα σε επιμέλεια του Τρύφωνα Καλαμίτση. Μια από τις πρώτες γραπτές μαρτυρίες στην Ελλάδα για το Ολοκαύτωμα κι ένα από τα πρώτα δείγματα της στρατοπεδικής λογοτεχνίας, όπως επισημαίνει ο Καλαμίτσης, είναι τώρα έτοιμο να απευθυνθεί στο σύγχρονο κοινό.
Ο Περαχιά γεννήθηκε σε οικογένεια που δεν μπορούσε να υπομείνει το κόστος των σπουδών του στην Εμπορική Σχολή κι έτσι έγινε τορναδόρος. Ατυχία και τύχη μαζί γιατί το επάγγελμα του τορναδόρου, που το είχε μάθει απέξω κι ανακατωτά, τον έσωσε στο Μπεργκενάου και στο Άουσβιτς, αποσπώντας τον από τα δόντια του λύκου. Αξιωματικοί και υπεύθυνοι εργασίας και στα δύο στρατόπεδα άρχισαν πολύ γρήγορα να χρειάζονται τον Περαχιά στα μηχανουργεία τους, απαλύνοντας πρώτα την πείνα και ύστερα τον τρόμο του. Από μια τέτοια θέση έζησε τη σταδιακή ή την ξαφνική εξόντωση των εγκλείστων στους θαλάμους αερίου, αλλά και τη φρίκη της καθημερινής ζωής στα στρατόπεδα, με τις διαρκείς ταπεινώσεις και τις άπειρες επί τόπου εκτελέσεις.
Ναι, ο αφηγητής και κεντρικός ήρωας του «Μαζάλ» είχε προνόμια. Είχε, όμως, όχι μόνο γνώση και ευφυία για τη χρήση και τη λειτουργία των μηχανών, αλλά και απύθμενες φυσικές και σωματικές δυνάμεις. Ήξερε πώς να κλέβει κάτω από τα μάτια των επιτηρητών του υλικά και μηχανουργικά προϊόντα, για να τα ανταλλάξει με τρόφιμα και φάρμακα, σώζοντας κρατουμένους όλων των φυλών και των εθνών. Κατέχοντας από το σχολείο τα γαλλικά, έμαθε σιγά-σιγά πολωνικά, γερμανικά, ακόμα και ρωσικά, που τον βοήθησαν σε πολλές περιπτώσεις να σώσει όχι μόνο τον εαυτό του μα και τους άλλους.
Το «Μαζάλ» ζωντανεύει με ανατριχιαστικό ρεαλισμό διαφορετικές πλην ενιαίες εικόνες της αποκτήνωσης του ναζισμού, πολλώ δε μάλλον, όταν οι αξιωματικοί των στρατοπέδων καταλαβαίνουν πως έχει αρχίσει να προδιαγράφεται το τέλος τους. Ο Περαχιά δεν χάνει, εντούτοις, ποτέ την ανάσα και τον πόθο του για ζωή, αναπλάθοντας σκηνές πανικού και απόγνωσης, για να παρεμβάλει στο ενδιάμεσό τους ψηφία καταλλαγής και καθημερινής ειρήνης, με αγάπη για τον χορό, για το τραγούδι και για το πείραγμα, καθώς και επεισόδια με πλήθος μποϊκοτάζ ή με άοκνες επιχειρήσεις διάσωσης των κρατουμένων.
Ο πρωταγωνιστής θα ταλαιπωρηθεί ποικιλοτρόπως και στη Ρωσία, όταν το Μπεργκενάου και το Άουσβιτς θα έχουν αποτελέσει πλέον παρελθόν. Το επιστέγασμα θα έλθει στην πατρίδα με τη συμμετοχή του στον Εμφύλιο, όπου και πολλοί πρώην συγκρατούμενοι στη Γερμανία θα χάσουν τη ζωή τους στα ελληνικά βουνά.
Χρειαζόμαστε μέχρι και σήμερα αφηγήσεις σαν το «Μαζάλ»: για να συνειδητοποιήσουμε το βάρος και τα πάθη και της Ιστορίας, αλλά και για να δούμε με ποιον τρόπο μπορεί να σωθούν καυτά κομμάτια της σε μια αξιόπιστη μαρτυρία με συγκινησιακή εμβέλεια.