Τουριστική «άνοιξη» στην Αθήνα

0
Ισχυρές οι επιδόσεις των μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων

 

Με δεδομένες τις εντυπωσιακές επιδόσεις του τουρισμού που σημειώθηκαν την προηγούμενη χρονιά, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων Γιάννης Ρέτσος έθεσε ήδη από τον περασμένο Οκτώβρη τις τρεις βασικές προϋποθέσεις για την περαιτέρω ενίσχυση του brand «Αθήνα».
Ως πρώτο στόχο έθεσε το ποσό των 4 δισ. ευρώ σε έσοδα, δηλαδή σχεδόν τα διπλάσια από τα 2,5 δισ. ευρώ που ήταν το έτος-ορόσημο προ πανδημίας, με έναν αριθμό ξένων επισκεπτών μεταξύ 7,5 και 8 εκατομμυρίων κατ’ έτος από τα περίπου 6 εκατομμύρια του 2019, οι οποίοι θα ξοδεύουν κατά μέσο όρο 522 ευρώ ανά επίσκεψη, από τα 438 ευρώ.
Σύμφωνα με τον ίδιο μάλιστα καταλυτικός κρίνεται ο ρόλος της Αθήνας στο μεγαλόπνοο εγχείρημα του τουρισμού. Η ελληνική πρωτεύουσα «είναι ένας προορισμός με προοπτικές καλύτερες από ποτέ, γεμάτη εμπειρίες, κάτι που είναι πλέον το βασικό ζητούμενο του ταξιδιώτη», όπως δήλωσε ο κ.Γιάννης Ρέτσος, με αφορμή την παρουσίαση του Σχεδίου Δράσης Οκτωβρίου για την τουριστική ανάπτυξη στην Αθήνα και γενικότερα για την ευρύτερη Περιφέρεια Αττικής, συμπεριλαμβανομένων της Αθηναϊκής Ριβιέρας και φυσικά των νησιών του Αργοσαρωνικού, στο πλαίσιο των προτεινόμενων παρεμβάσεων της μελέτης του Ινστιτούτου του ΣΕΤΕ (INSETE) «Ελληνικός Τουρισμός 2030 – Σχέδια Δράσης».
Προκλήσεις
Ο ίδιος, όμως, υπογραμμίζει τις τρεις βασικές προϋποθέσεις για τη συνέχιση της ανοδικής πορείας είτε πρόκειται για το πολύ σημαντικό κομμάτι των υποδομών, είτε για το κομμάτι της προβολής και της προώθησης της πόλης, είτε ακόμη για την εφαρμογή ενός θεσμικού πλαισίου, που θα προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες και θα διευκολύνει την ανάπτυξη, προστατεύοντας όμως τον ανταγωνισμό. «Η Αθήνα έχει περάσει από χίλια κύματα, όμως έχει ανακάμψει και έχει εξαιρετικές προοπτικές. Χρειάζεται τις παρεμβάσεις σε υποδομές, με πολύ κρίσιμη τη δημιουργία του μητροπολιτικού συνεδριακού κέντρου για την ενίσχυση του επαγγελματικού τουρισμού και την άμβλυνση της εποχικότητας» αναφέρει και συνεχίζει λέγοντας: «Χρειάζονται επίσης πολιτικές με έμφαση στο κομμάτι της βραχυχρόνιας μίσθωσης, την οποία πλέον σαφώς και αναγνωρίζουμε ως μέρος του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, γι’ αυτό θα πρέπει το πλαίσιο λειτουργίας να είναι ξεκάθαρο για όλους με ίσους όρους ανταγωνισμού και τον δήμο να μπορεί να βάζει όρια, όπως συμβαίνει σε μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις όπου έχουν διαχωριστεί οι γειτονιές.
Η Αθήνα είναι αυτή την περίοδο σε φάση μεγάλης ανάπτυξης, με νέα ξενοδοχεία και παράλληλη ανάπτυξη του παραλιακού μετώπου που μπορεί να βάλει την πόλη και συνολικά την Αττική σε έναν νέο χάρτη. Γι’ αυτό και είναι πολύ σημαντικό τα πάντα να γίνονται με διασφάλιση του υγιούς ανταγωνισμού και ενός κοινού πεδίου δράσης για όλους, με το θέμα του branding και της προβολής επίσης να είναι πρωτεύον, ώστε να τραβήξουμε όλες τις υγιείς δυνάμεις προς την κατεύθυνση της περαιτέρω ενίσχυσης του brand ‘’Αθήνα’’. Τα πράγματα μέσα σε μια σκοτεινή συγκυρία είναι αισιόδοξα, δεν πρέπει όμως να μένουμε μόνο σε αυτό», δηλώνει ο κ. Ρέτσος.
Η ανάπτυξη σε αριθμούς
Τα υψηλότερης κατηγορίας ξενοδοχεία και συγκεκριμένα τα 4 και 5 αστέρων, κατέγραψαν εξαιρετικά μεγέθη, με τον τζίρο τους να ξεπερνά τα 6,6 δισ. ευρώ το 2022, αυξημένος κατά 13,1% σε σχέση με το 2019. Αντίθετα, τα χαμηλότερης κατηγορίας ξενοδοχεία, 1, 2 και 3 αστέρων, σημείωσαν τζίρο 1,9 δισ. ευρώ, μειωμένο σε ποσοστό 22,3% σε σχέση με το 2019.
Σε επίπεδο τζίρου, καλύτερα αποτελέσματα κατέγραψαν τα εποχικής λειτουργίας ξενοδοχεία, που αντιπροσωπεύουν το 74% των δωματίων, σημειώνοντας αύξηση σε ποσοστό 9,8%, με τον τζίρο τους να ανέρχεται σε 6,7 δισ. ευρώ, ενώ τα συνεχούς «πιέστηκαν» περισσότερο λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας, καταγράφοντας υστέρηση 21,2% σε σχέση με το 2019.
Ως προς τις επενδύσεις, το 2022 δαπανήθηκαν 621 εκατ. ευρώ για επισκευές, ανακαινίσεις και συντηρήσεις ξενοδοχείων, ποσό που αντιστοιχεί στο 7% του τζίρου των μονάδων, ενώ το 2021 διατέθηκε ποσό 830 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχούσε στο 15% του συνολικού τζίρου. Αντίστοιχα, το 2019 τα ποσά που επενδύθηκαν ξεπέρασαν τα 986 εκατ. ευρώ, που αντιστοιχούσαν στο 12% επί του τζίρου. Και μπορεί, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, τα 4 και 5 αστέρων ξενοδοχεία να δαπάνησαν περίπου 403 εκατ. ευρώ, και τα χαμηλότερης κατηγορίας να δαπάνησαν 215 εκατ. ευρώ, δηλαδή τα μισά περίπου, ωστόσο, τα ποσά που δαπάνησαν οι μονάδες 1, 2 και 3 αστέρων αντιπροσωπεύουν μεγαλύτερο ποσοστό επί του τζίρου τους.
Συγκεκριμένα, τα ξενοδοχεία της χαμηλότερης κατηγορίας, εκείνα με 1 αστέρι, δαπάνησαν 18 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 14,8% του τζίρου τους, τα 2 αστέρων ξενοδοχεία επένδυσαν 70 εκατ. ευρώ που αντιστοιχούν στο 11,7% του τζίρου τους και οι 3 αστέρων μονάδες δαπάνησαν 127 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σε 10,3%. Αντίστοιχα, τα ξενοδοχεία 4 αστέρων επένδυσαν 184 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιπροσωπεύει το 6,4% του τζίρου τους και στα 5 αστέρων ξενοδοχεία πραγματοποιήθηκαν επενδύσεις ύψους 219 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 5,9% του συνολικού τζίρου τους.
Τελικά, ποσότητα ή ποιότητα;
«Ποσοστιαία τα μικρά ξενοδοχεία επενδύουν, προσπαθούν να κρατηθούν. Είναι απολύτως απαραίτητο και το έχουμε εκφράσει και προς την κυβέρνηση να υπάρξουν καινούργια πρόγραμμα, τα οποία να στοχεύουν αποκλειστικά στις μικρές κατηγορίες. Και ιδίως προγράμματα όπως η «Πράσινη Μετάβαση» είναι προγράμματα που οφείλουμε να κατευθύνουμε αυτά τα ξενοδοχεία», είπε χαρακτηριστικά ο Αλ. Βασιλικός .
Μάλιστα, εστίασε στο μοντέλο τουρισμού που πρέπει να αναπτυχθεί στην Ελλάδα λέγοντας: «Δεν θα μπορέσουμε ποτέ να είμαστε ένας προορισμός μόνο 4-5 αστέρων. Είναι απολύτως απαραίτητο να έχουμε μια ισορροπία στη γενική μας παρουσία και στις προδιαγραφές των ξενοδοχείων σε όλες τις κατηγορίες. Δεν πρέπει να κάνουμε το λάθος να πάμε σε ένα ελιτίστικο μοντέλο τουρισμού. Πρέπει να πάμε σε ένα μοντέλο τουρισμού το οποίο πιθανότατα οι υψηλές κατηγορίες θα έχουν τη δυνατότητα να βάζουν τον πήχη, αλλά θα πρέπει ταυτόχρονα να υπάρχει η δυνατότητα για όλους να μπορούν να ακολουθήσουν, ιδίως σε ζητήματα όπως η βιωσιμότητα και η τεχνολογική μετάβαση».
Σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις, πάντως, ιδιαίτερης σημασίας είναι το γεγονός ότι το 17,7% αφορούσαν των δαπανών που έγιναν για επενδύσεις αφορούσαν δράσεις βιωσιμότητας και ανήλθαν σε 109 εκατ. ευρώ. Σε επίπεδο πληρότητας, τον Αύγουστο τα αντίστοιχα ποσοστά σε συνεχούς και εποχικής λειτουργίας ξενοδοχεία έφτασε στο peak της και διαμορφώθηκε στο 88%, ξεπερνώντας οριακά τον αντίστοιχο μήνα του 2019, όταν η πληρότητα έφτασε στο 86,8%. Τον Αύγουστο του 2021 η πληρότητα διαμορφώθηκε στο 67,9%, ενώ σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα, στο 27,7%, κινήθηκε τον ίδιο μήνα το 2020. Μάλιστα, τον προηγούμενο Αύγουστο τα εποχικής λειτουργίας ξενοδοχεία σημείωσαν πληρότητα 92,1%, με το αντίστοιχο ποσοστό στα συνεχούς λειτουργίας να διαμορφώνεται στο 75%.
Αντίθετα, στην αρχή της σεζόν, τον Μάιο, η πληρότητα που σημειώθηκε ήταν χαμηλότερη σε σχέση με το 2019, γεγονός που αντανακλά τη συγκρατημένη εκκίνηση της τουριστικής περιόδου. «Οι πρώτοι 4 μήνες του προηγούμενου έτους είχαν μια εξαιρετικά μειωμένη απόδοση για τα συνεχούς λειτουργίας ξενοδοχεία. Το business travel δεν είχε ξεκινήσει και το leisure, τα ταξίδια αναψυχής, ξεκίνησε αργά, από τον Μάιο και μετά», τόνισε σχετικά ο πρόεδρος του ΞΕΕ.
Σε ό,τι αφορά τη μέση τιμή διάθεσης ενός δίκλινου δωματίου, το 50% των ξενοδοχειακών δωματίων τον Αύγουστο του 2022 είχε τιμή πάνω από 110 ευρώ και το άλλο 50% κάτω από 110 ευρώ, με τη μέση τιμή να διαμορφώνεται τελικά στα 150 ευρώ.
Αναφερόμενος στην είσοδο των ξένων funds στον ελληνικό ξενοδοχειακό κλάδο τα τελευταία χρόνια, ο Αλ. Βασιλικός τόνισε ότι πλέον «έχουμε φύγει από τη φάση που στα δύσκολα χρόνια της οικονομικής κρίσης η αποκλειστική συζήτηση ήταν πόσα distressed funds θα έρθουν και σε τι ποσοστό θα αγοράσουν τα δάνεια των ξενοδοχείων κι έχουμε πάει σε μια συζήτηση που έχει να κάνει με προοπτική, με στρατηγική και μακροχρόνιες επενδύσεις, που φέρουν μια ψήφο εμπιστοσύνης προς τον κλάδο και τη χώρα κι αυτό είναι μια συγκυρία που δεν υπήρχε πριν από μερικά χρόνια. Πρώτον, τα funds δεν επένδυαν στον τουρισμό όπως επενδύουν σήμερα και το δεύτερο είναι η ψήφος εμπιστοσύνης προς τη χώρα».
Μάλιστα, μιλώντας για την τάση που θέλει όλο και περισσότερα ξενοδοχεία που φέρουν κάποιο ξένο brand, ο Αλ. Βασιλικός είπε: «Οι μεγάλοι επενδυτές έρχονται και θέλουν την παρουσία στην Ελλάδα, είναι, όμως και ένα comfort zone να υπάρχει ένα ξένο brand. Η απόφαση ενός ξενοδοχείου να είναι branded προφανώς έγκειται στον επιχειρηματία, αλλά είναι μια πολύ μεγάλη ψήφος εμπιστοσύνης στην Ελλάδα. Υπάρχει μεγάλη θέληση των brands να μπουν στην Ελλάδα. Από μόνη της η Ελλάδα είναι ένα ισχυρό brand και πιστεύουν στο μέλλον του προϊόντος στο οποίο θέλουν να επενδύσουν στην Ελλάδα. Πιστεύω ότι θα συνεχίσουμε να βλέπουμε αύξηση των brands γιατί πολλά brands λειτουργούν με βάση τις niche markets (εξειδικευμένη αγορά) που εκπροσωπούν, δηλαδή υπάρχουν ξενοδοχεία που είναι εξειδικευμένα για yoga retreats».

Πηγή:newmoney.gr

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ