Άρθρο του Προέδρου Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, Δημήτρη Κ. Βερβεσού για την εφημερίδα «Αθηναϊκα Νέα»
Ο Ποινικός Κώδικας είναι νομοθέτημα μακράς πνοής και πρέπει να αξιολογείται με νηφαλιότητα, με νομικά κριτήρια, με αποστασιοποίηση από την τρέχουσα επικαιρότητα και χωρίς βεβιασμένες εκτιμήσεις. Η εν θερμώ νομοθέτηση, που ενίοτε εργαλειοποιείται και εντάσσεται στο πλαίσιο πολιτικής επικοινωνιακής διαχείρισης της δίκαιης κοινωνικής κατακραυγής απέναντι σε ειδεχθείς πράξεις, εγκυμονεί τον κίνδυνο άστοχων παρεμβάσεων και αξιολογικών αντινομιών.
Η αυστηροποίηση των ποινικών κυρώσεων, άλλωστε, που παρουσιάζεται συχνά στο δημόσιο διάλογο ως πανάκεια προς αντιμετώπιση της εγκληματικότητας, αποδεικνύεται εν τέλει ότι δεν συνδέεται αιτιωδώς και μονοσήμαντα με την επίτευξη των στόχων αντεγκληματικής πολιτικής. Είναι ενδεικτικό ότι ενώ έχουμε σημαντικό ποσοστό καταδικασμένων σε ισόβια κάθειρξη, δεν έχει παρατηρηθεί αντίστοιχη αποκλιμάκωση της εγκληματικότητας.
Σε κάθε περίπτωση, ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας του ποινικού δικαίου, επιβάλλει τη διατήρηση της δυνατότητα λυσιτελούς επιμέτρησης της επιβλητέας ποινής από το δικαστήριο. Η εξατομίκευση της ποινής είναι κατ’ εξοχήν έργο του δικαστηρίου, το οποίο ο νομοθέτης δεν πρέπει να προσπαθεί να υποκαταστήσει.
Από τις πρόσφατες νομοθετικές παρεμβάσεις που έχουν απασχολήσει το δημόσιο διάλογο, χρήζει ιδιαίτερης επισήμανσης -και κριτικής- η πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου 187 ΠΚ. Οι αλλαγές που επέφερε το άρθρο 72 παρ. 2 ν. 4908/2022, αποκλείουν την αναστολή εκτέλεσης της ποινής και την αναστέλλουσα δύναμη της έφεσης, στην περίπτωση που δύο τουλάχιστον πρόσωπα έχουν οργανωθεί για τη διάπραξη ακόμα και πλημμελημάτων όπως η αυτοδικία, η φθορά ξένης ιδιοκτησίας, ή η διατάραξη της οικιακής ειρήνης. Με τη νέα ρύθμιση, κατηγορούμενοι που έκαναν γκράφιτι σε τοίχο ή αφισοκόλληση από κοινού, ή εργαζόμενοι που πραγματοποίησαν συμβολική κατάληψη σε χώρο εργασίας ή διέκοψαν τη συνεδρίαση οργάνου, κινδυνεύουν να οδηγηθούν στη φυλακή, ασχέτως μάλιστα της τυχόν αθώωσης τους στο Εφετείο. Τουναντίον, κάποιος που καταδικάστηκε για πολύ βαρύτερο πλημμέλημα, όπως η βαριά σωματική βλάβη, μπορεί να πετύχει την αναστολή της ποινής του, ενώ κατηγορούμενος που καταδικάστηκε πρωτόδικα για βαρύ κακούργημα -ακόμα και για ανθρωποκτονία ή και βιασμό όπως είδαμε προσφάτως- θα μπορεί να μείνει εκτός φυλακής εφόσον το δικαστήριο χορηγήσει αναστέλλουσα δύναμη στην έφεσή του.
Επομένως, εδώ στην πραγματικότητα δεν έχουμε να κάνουμε με αυστηροποίηση του πλαισίου, αλλά με υπονόμευση θεμελιωδών αρχών του ποινικού δόγματος, καθώς θίγονται: α) το τεκμήριο αθωότητας· β) η ισότητα του νόμου· γ) η αναλογικότητα των ποινών· και δ) η επιμέτρηση της ποινής από τον φυσικό δικαστή. Θυμίζω ότι οι αρχές αυτές συνιστούν ακρογωνιαίο λίθο της Δικαιοσύνης από την εποχή του Πλάτωνα, ο οποίος τις απέδιδε με μοναδική πυκνότητα ως «το προσήκον εκάστω αποδιδόναι» (Πολιτεία α 332).
Δεν χρήζει σχολιασμού, όμως μόνο η αυστηροποίηση των ποινών, αλλά και το αντιφατικό μήνυμα που εκπέμπει ο νομοθέτης όταν διαχρονικά εισάγει «αποσυμφορητικές διατάξεις» αθρόας παραγραφής εγκλημάτων ή κατ’ εξαίρεση υφ’ όρων απόλυσης καταδίκων με αδικαιολόγητα ευνοϊκές προϋποθέσεις. Όπως πολλές φορές έχουμε, ως δικηγορικό σώμα, επισημάνει, οι επιλογές αυτές υπονομεύουν, αντί να ενισχύουν, τη γενική και ειδική πρόληψη. Προσεκτική στάθμιση, με σκοπό τη συνοχή της ποινικής νομοθεσίας και τη συνέπεια του νομοθέτη, απαιτείται όχι μόνον στις περιπτώσεις αυστηροποίησης της ποινικής μεταχείρισης, αλλά και σε περιπτώσεις αδικαιολόγητα χαριστικών διατάξεων.
Στο έργο αυτό, που καλείται να φέρει σε πέρας η Πολιτεία, με σκοπό την προσήκουσα στάθμιση, την ασφάλεια δικαίου, τη συνεπή επιβολή της νομιμότητας και τη διαφύλαξη του ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα του ποινικού δικαίου, το δικηγορικό σώμα είναι και θα παραμείνει αρωγός, στο πλαίσιο της θεσμικής αποστολής του κατά τον Κώδικα Δικηγόρων. Η θεσμική αυτή συναλληλία, όμως, από την οποία μόνο κέρδος μπορεί να προκύψει για την ποιότητα του παραγόμενου νομοθετικού έργου, προϋποθέτει προηγούμενη διαβούλευση με το δικηγορικό σώμα και ευρεία συμμετοχή του στις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές (όπως άλλωστε ο νόμος προβλέπει).
Αντίθετα, η κόλουρη νομοπαραγωγική διαδικασία, κατά παράκαμψη κάθε διαδικασίας διαβούλευσης, και ο αιφνιδιασμός της νομικής κοινότητας, που θα κληθεί να εφαρμόσει την νομοθεσία, έχει ως αυτόθροη συνέπεια την ψήφιση διατάξεων που είναι νομοτεχνικά εσφαλμένες, συστηματικά ανακόλουθες και δικαιοπολιτικά άστοχες.
Αφού, λοιπόν γίνει κοινά αποδεκτό ότι η ποινική νομοθέτηση δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως εργαλείο πολιτικής ή επικοινωνιακής προβολής, ούτε βεβαίως να επηρεάζεται από την εκάστοτε συγκυρία, οφείλουμε όλοι οι θεσμικοί παράγοντες να εργαστούμε από κοινού, με προσήλωση στις θεμελιώδεις αρχές της συνταγματικής δικαιοταξίας και του ποινικού δόγματος, ώστε να υπηρετηθεί το δημοκρατικό κράτος δικαίου, που αποτελεί ύψιστο καθήκον τόσο της Πολιτείας, όσο και της Δικαιοσύνης.