Η G7 υιοθετεί, κατόπιν πρωτοβουλίας των ΗΠΑ, τεράστιο πρόγραμμα επενδύσεων ύψους 600 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τις αναπτυσσόμενες χώρες.
Στόχος είναι να απαντήσει στα τεράστια έργα που χρηματοδοτεί εκεί η Κίνα. Οι λεπτομέρειες του επενδυτικού προγράμματος δεν έχουν διευκρινιστεί ακόμη.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες μόνες τους υπολογίζουν να κινητοποιήσουν 200 δισεκατομμύρια δολάρια σε διάστημα πέντε ετών στο πλαίσιο του προγράμματος.
Αλλά και μόνο η χρήση του όρου «κινητοποίηση» σημαίνει ότι η Ουάσινγκτον υπολογίζει να εξασφαλίσει αυτό το ποσόν μέσω δανείων, δημόσιας χρηματοδότησης και ιδιωτικής χρηματοδότησης που θα διασφαλισθεί με την ενθάρρυνση της αμερικανικής κυβέρνησης.
Οι Δυτικοί επιθυμούν να απαντήσουν στην Κίνα η οποία έχει επενδύσει μαζικά σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες για την κατασκευή έργων υποδομής στο πλαίσιο του προγράμματος «Νέοι Δρόμοι του Μεταξιού» ή για την διασφάλιση πρόσβασης σε ορισμένες πρώτες ύλες.
Επικίνδυνα κινέζικα δάνεια
Το Πεκίνο κατηγορείται ότι υλοποιεί αυτά τα προγράμματα μέσω μη προνομιακών, έως επικίνδυνων, δανείων προς τις ενδιαφερόμενες αναπτυσσόμενες χώρες, επιβαρύνοντας περαιτέρω τα προβλήματα χρέους των ευάλωτων αυτών κρατών.
Η κινεζική επίθεση «υπάρχει εδώ και χρόνια και έχει μεταφρασθεί σε πλήθος χορηγήσεων ρευστού και σε σειρά επενδύσεων», σχολίασε σήμερα αξιωματούχος του Λευκού Οίκου επισημαίνοντας ότι «ακόμη δεν είναι πολύ αργά» για την πρωτοβουλία της G7.
Η υποσαχάρια Αφρική θα αποτελέσει ξεκάθαρα ύψιστη προτεραιότητα» της Σύμπραξης που θα υλοποιήσει η G7 δήλωσε ο Αμερικανός αξιωματούχος, διαβεβαιώνοντας ότι η κεντρική Αμερική, η νοτιοανατολική Ασία και η κεντρική Ασία είναι επίσης «πολύ σημαντικές περιοχές».
Ευρωπαϊκή χρηματοδότηση
Η Ευρώπη θα κινητοποιήσει 300 δισεκατομμύρια ευρώ ιδιωτικής και δημόσιας χρηματοδότησης κατά τα επόμενα πέντε για την υλοποίηση έργων υποδομής στις αναπτυσσόμενες χώρες στο πλαίσιο της «Σύμπραξης για τις Παγκόσμιες Υποδομές» που υιοθετεί η G7 κατόπιν πρωτοβουλίας της Ουάσινγκτον απέναντι στο σχέδιο «Νέοι Δρόμοι του Μεταξιού» που εφαρμόζει η Κίνα, ανακοίνωσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.