Σε επιφυλακή μεν, χωρίς ανησυχία δε οι έλληνες τραπεζίτες. Τι λένε για την άνοδο των επιτοκίων, τις θέσεις στα ομόλογα και τις κινήσεις των καταθετών. Ποιο μήνυμα στέλνουν στην ΕΚΤ
Δεν ανησυχούν αρκετά αλλά και δεν εφησυχάζουν οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες παρακολουθούν στενά την τραπεζική αναταραχή, κυρίως στις μετοχές, σε ευρωπαϊκό και αμερικανικό επίπεδο.
Υψηλόβαθμες τραπεζικές πηγές τονίζουν στο Euro2day.gr ότι «το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι πολύ καλά ελεγμένο, επί σειρά ετών, έχει σημαντική ρευστότητα με χαμηλό κόστος που βασίζεται κυρίως στις καταθέσεις και διαθέτει ισχυρούς κεφαλαιακούς δείκτες».
Προσθέτουν ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως ανησυχία για τους καταθέτες και επαναλαμβάνουν ότι τα stress test που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια από τον SSM έχουν θωρακίσει σε εξαιρετικό σημαντικό βαθμό το σύστημα. «Είμαστε από τις πλέον ελεγμένες, σχεδόν ταλαιπωρημένες από αυτό, τράπεζες σε πανευρωπαϊκό επίπεδο εξαιτίας των ανακεφαλαιοπιήσεων και της κρίσης χρέους που βίωσε επί μια δεκαετία η χώρα», αναφέρει υψηλόβαθμη τραπεζική πηγή και προσθέτει: «Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι εφησυχάζουμε. Το ζήτημα της Credit Suisse δεν είναι απλό και μεμονωμένο όπως της Silicon Valley Bank και η ελβετική τράπεζα έχει σημαντική έκθεση στα χρηματιστηριακά παράγωγα σε διεθνές επίπεδο». Εμείς, συμπληρώνει, ως τραπεζικό σύστημα δεν συνδεόμαστε απευθείας με την Credit Suisse αλλά οι αγορές είναι ψυχολογία και η διατάραξη της τραπεζικής πίστης εύκολα γίνεται, δύσκολα εξομαλύνεται.
Δύο ατού
Σε ό,τι αφορά τις θέσεις που έχουν οι ελληνικές τράπεζες στα χαρτοφυλάκια διακράτησης έως την λήξη, οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών απαντούν ότι δεν υπάρχει εστία ανησυχίας καθώς το ποσοστό αυτών των θέσεων επί του συνολικού ενεργητικού είναι μικρό, στην περιοχή του 10%-12%.
«Αυτό είναι ένα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα των ελληνικών τραπεζών», δηλώνει στο Euro2day.gr έτερη υψηλόβαθμη τραπεζική πηγή.
Το δεύτερο, επίσης, σημαντικό ατού είναι οι φθηνές – ακόμη παρά τις αυξήσεις των επιτοκίων – καταθέσεις. Κι αυτό διότι οι Έλληνες δεν έχουν μεταφέρει μαζικά τις καταθέσεις τους από το απλό Ταμιευτήριο στις πιο «τσουχτερές» ως προς το κόστος που αναλαμβάνει η τράπεζα προθεσμιακές καταθέσεις.
«Τους τρεις μήνες που έχουμε υιοθετήσει την νέα πιο ακριβή τιμολογιακή πολιτική στις προθεσμιακές καταθέσεις μέσω των νέων προϊόντων δεν έχει σημειωθεί εκροή από τις καταθέσεις Ταμιευτηρίου, το κόστος των οποίων είναι πολύ χαμηλό», τονίζει μια εκ των τραπεζικών πηγών. Άρα το σύστημα διαθέτει πλεονάζουσα, σε ορισμένες όχι σε όλες τις περιπτώσεις, ρευστότητα, κυρίως φθηνή.
ΤτE-εποπτεία
Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ήδη ζητήσει από τις εμπορικές τράπεζες να ενημερώσουν για τυχόν άνοιγμά τους στην ελβετική Credit Suisse. Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες του Euro2day.gr τα τραπεζικά επιτελεία έχουν ήδη κάνει την σχετική άσκηση από τις αρχές της εβδομάδας και τα ευρήματα είναι σχεδόν μηδενικά.
Πιο συντηρητικοί
Και μπορεί τα τμήματα risk να πήραν φωτιά τις προηγούμενες ημέρες προκειμένου να δουν τυχόν έκθεση προς την ελβετική τράπεζα, η αναταραχή προκαλεί ήδη σκεπτικισμό και στρέφει τα corporate τμήματα σε πιο συντηρητική πολιτική επί των χρηματοδοτήσεων. «Τώρα θα σκεφθούμε δύο φορές την θέση και την πιστοληπτική ικανότητα του πελάτη πριν προχωρήσουμε. Επισημαίνω ότι η συντηρητική στροφή δεν αφορά όλες τις επιχειρήσεις και σαφώς δεν θα είναι στατική. Αν αλλάξει επί το θετικότερο το κλίμα, τότε θα φύγει η πρόσθετη επιφυλακτικότητα», αναφέρει μια εκ των υψηλόβαθμων πηγών.
Φθάνει με τις αυξήσεις
Κοινός τόπος για τις διοικήσεις των τραπεζών αποτελεί η ανάγκη φρεναρίσματος του ανοδικού κύκλου των επιτοκίων καθώς εφεξής και όπως αποδεικνύεται τείνει να γυρίσει μπούμερανγκ. «Δεν μπορείς να επιχειρείς με επιτόκια αναφοράς της τάξης του 4% στην ακραία περίπτωση που συνεχιστούν οι κύκλοι αύξησης κατά 50 μονάδες βάσης έκαστος», τονίζει στο Euro2day.gr τραπεζική πηγή και προσθέτει: «Πρέπει να πάρουν το μήνυμα οι κεντρικές τράπεζες και να αρχίσει από το καλοκαίρι η αποκλιμάκωση. Εκτιμώ ότι δεν θα πάμε πάλι σε μηδενικά και αρνητικά επιτόκια καθώς κι αυτό δεν ήταν υγιές, αλλά σε επιτόκια της τάξης του 2%-2,5%».
Πηγή: euro2day.gr