Όχι στα Τέλη… χωρίς ανταποδοτικότητα για την «θωράκιση» των τουριστικών προορισμών λένε οι ξενοδόχοι. Ειδικότερα, η Ένωση Ξενοδόχων Αθηνών – Αττικής και Αργοσαρωνικού σε συνέχεια των σχετικών κυβερνητικών ανακοινώσεων για τις αυξήσεις σε ‘Τέλος Ανθεκτικότητας στην κλιματική αλλαγή’ και ‘Τέλη παρεπιδημούντων’, τόνισε:
«Εάν ο σκοπός και ο στόχος του ‘Τέλους ανθεκτικότητας στην κλιματική αλλαγή’ και των ‘τελών παρεπιδημούντων’ στους Δήμους είναι η ευθεία ‘ανταποδοτικότητα’ προς τους ίδιους τους τουριστικούς προορισμούς και η καλύτερη ‘θωράκισή’ τους απέναντι σε φυσικές καταστροφές και ακραία καιρικά φαινόμενα, με ορατή βελτίωση του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος προς όφελος πολιτών και επισκεπτών, φυσικά μας βρίσκει σύμφωνους. Εάν όμως η συνεχής αύξηση του λεγόμενου ‘Τέλους ανθεκτικότητας στην κλιματική αλλαγή’ και των ‘τελών παρεπιδημούντων’ στους Δήμους, αποτελεί απλά έναν τρόπο αύξησης των δημοσίων εσόδων από τον Τουρισμό -και κατά κανόνα από τα ξενοδοχεία- καταθέτουμε την ‘ένσταση’ μας, ενώ παράλληλα (το καταθέτουμε έστω ως ‘ρητορικό’ ερώτημα) θα επιθυμούσαμε να μάθουμε και τα εξής:
Ποιο είναι το πραγματικό μέγεθος των επενδύσεων που δρομολογούνται -και στις δύο περιπτώσεις τελών- από την συντεταγμένη Πολιτεία, δηλαδή από τα κρατικά και δημοτικά ταμεία σε επίπεδο λ.χ. Αθήνας και Αττικής; Ποιο μερίδιο εσόδων από τέλη του είδους στον Τουρισμό ‘επιστρέφει’ στους τουριστικούς προορισμούς για τα αναγκαία έργα και βελτιώσεις υποδομών, έστω ‘λόγω κλιματικής αλλαγής’; Η (διαχρονική) συνεισφορά των ξενοδοχείων (και) σε τέλη είναι και μεγάλη και μετρήσιμη. Γνωρίζουμε ποια είναι η αντίστοιχη συνεισφορά λοιπών κατηγοριών καταλυμάτων -που υπερβαίνουν πλέον σε κλίνες τα ξενοδοχεία- όπως και των άλλων τουρ. δραστηριοτήτων;
Αναρωτιόμαστε για τα παραπάνω και ως επιχειρηματίες του Τουρισμού αλλά και ως πολίτες, καθώς οι νέες αυξήσεις τελών, σαφώς επιδρούν στην ‘αυριανή’ μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη ζήτηση του προϊόντος της Αθήνας -και όχι μόνο αυτής φυσικά.
Οι ‘εισφορές’ αυτές, οι οποίες ζητούνται κάθε τόσο από έναν αφικνούμενο επισκέπτη, δεν αφορούν σε έργα και υποδομές που υλοποιούνται στην χώρα προέλευσης του, αλλά στην δική μας, επομένως απαιτείται λογική εξήγηση στα ζητούμενα απ’ αυτόν.
Για παράδειγμα, ο συγκεκριμένος επισκέπτης, τον οποίο κατά τα άλλα προσπαθούμε να προσελκύσουμε για να παρατείνει τις ημέρες διαμονής του στην Αθήνα, εάν πρόκειται να διαμείνει λ.χ. πέντε (5) ημέρες σε ξενοδοχείο 4* των Αθηνών, καλείται να πληρώσει τουλάχιστον 50 ευρώ επιπλέον, περί ‘κλιματικής αλλαγής’- αορίστως.
Σε κάποιες περιπτώσεις, ο επισκέπτης μπορεί και να ενοχληθεί (δικαίως) από τα κατ’ επανάληψη ‘έξτρα’ κόστη και ‘αναπροσαρμογές’ τελών για το ταξίδι του προς ελληνικούς προορισμούς. Αυτό, θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει -καθώς οι λεγόμενοι ‘επαναλαμβανόμενοι’ επισκέπτες αποτελούν ‘πελατειακό στόχο’ ενός προορισμού. Τέλος, ο επισκέπτης της Αθήνας δεν είναι μόνο ο τουρίστας με δυνατότητα διαμονής σε ξενοδοχείο 5*, είναι και εκείνος που θα επιλέξει μικρότερης κατηγορίας ξενοδοχείο (4*, 3*, 2* και 1*) για την διαμονή του, είναι και ένας επαγγελματίας που ταξιδεύει συχνά, είναι ενδεχομένως και ένας μαθητής ελληνικού ακριτικού σχολείου, μέλος μιας αθλητικής ομάδας κ.ο.κ.
Ο Τουρισμός και ειδικά η Ξενοδοχία, έχουν αποδείξει διαχρονικά την συνεισφορά τους στην Ελληνική Οικονομία, σε ΑΕΠ και ισοζύγιο της χώρας και στις τοπικές κοινωνίες. Το να αυξάνεται κάθε τόσο το συνολικό ‘τουριστικό πακέτο’ της Αθήνας και των νησιών της, αλλά και της χώρας σε σύνολο, μέσα από διάφορα ‘ανταποδοτικού χαρακτήρα’ τέλη και φόρους, χωρίς ωστόσο να παρατηρούμε μια σταθερή αλλαγή, μια ορατή θετική διαφορά στην καθημερινότητα πολιτών και επισκεπτών στους προορισμούς, θα πρέπει όλους να μας προβληματίσει και από πλευράς ΕΞΑΑΑ το έχουμε επισημάνει επανειλημμένως.
Η πορεία του Τουρισμού, κυρίως λόγω σημαντικών διεθνών γεωπολιτικών, κλιματικών και σημαντικών οικονομικών κατ’ επέκταση εξελίξεων, παραμένει αβέβαιη και ανησυχητική. Μια ή δύο καλές η μέτριες τουριστικές χρονιές -για ορισμένους τόπους και για ορισμένους τύπους επιχειρήσεων- δεν θα έπρεπε να αποτελούν από πλευράς της Πολιτείας βασικό κριτήριο αλλά και ‘άλλοθι’ για μια οριζόντια, συνεχώς ανανεούμενη και σταθερά επεκτατική ‘εισπρακτική πολιτική’ τελών, κάθε είδους. Απαιτείται μια μακροπρόθεσμη τουριστική στρατηγική προσέγγιση και σχεδιασμός με ορίζοντα ετών και με γνώμονα την αειφορία, την βιωσιμότητα και την ποιότητα κυρίως – και όχι μόνο την ποσότητα και τους αριθμούς.
Εν κατακλείδι θα επιθυμούσαμε από την Κυβέρνηση να επανεξετάσει το θέμα, ή έστω οι όποιες ‘τακτικές και έκτακτες εισφορές’ τόσο οι δικές μας όσο και των επισκεπτών μας, ας αξιοποιούνται -εν τέλει- με χρηστικό τρόπο και με απόλυτη διαφάνεια».
«Ταξικά» χαρακτηριστικά προσδίδουν οι ξενοδόχοι στην κυβερνητική πολιτική «υπερφορλόγησης» του τουρισμού όπως χαρακτηρίζουν τα πρόσφατα μέτρα που ανακοινώθηκαν στη ΔΕΘ. Πολλοί είναι αυτοί που εκτιμούν ότι το «οριζόντιο» μέτρο αύξησης του τέλους της κλιματικής αλλαγής πλήττει κυρίως τη μικρή ξενοδοχεία και τους μη δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς ενώ ουσιαστικά αφήνει ανεπηρέαστα τα μεγάλα πολυτελή ξενοδοχεία.
Είναι προφανές ότι μιλάμε για το θάνατο του μικροξενοδόχου ανέφερε παράγοντας του κλάδου, συμπληρώνοντας ότι η μικρή ξενοδοχεία αποτελεί το 80% των μονάδων. Δεν είμαστε αντίθετοι σε ένα ανταποδοτικό τέλος όμως αυτό θα πρέπει να είναι αναλογικό συμπληρώνει. Άλλη επίπτωση έχει η επιβάρυνση από το τέλος σε ένα μεγάλο πολυτελές ξενοδοχείο σε ένα δημοφιλή προορισμό αι άλλη σε ένα μέσο ξενοδοχείο πόλης.
Οι ξενοδόχοι υποστηρίζουν ότι ένα τέλος 15 ευρώ σε ένα πεντάστερο σε μία ελληνική πόλη π.χ. στην Ξάνθη, σημαίνει μία επιβάρυνση για τον επισκέπτη στην τιμή του δωματίου μέχρι 20% ενώ σε ένα resort των 500 η 1000 ευρώ τη βραδιά η επιβάρυνσή θα είναι αμελητέα. Πρόκειται για ένα επιχείρημα που φαντάζει λογικό και γι’ αυτό ζητούν το τέλος να είναι ανάλογο της τιμής του δωματίου.
Παράλληλα εν αναμονή της εξειδίκευσης των μέτρων από το οικονομικό επιτελείο της που έχει προγραμματισθεί για την Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου και ετοιμάζοντας την αντεπίθεση τους στην κατεύθυνση να αποδείξουν ότι η κυβέρνηση αντιμετωπίζει τον τουρισμό αποσπασματικά και σαν μια «αγελάδα για άρμεγα» προγραμματίζουν να παρουσιάσουν σύντομα μελέτη η οποία αποδεικνύει ότι ο ξενοδοχειακός κλάδος είναι ο πιο υπερφορολογημένος στη χώρα. Μέχρι και 100% είναι υψηλότερη η φορολογική επιβάρυνση του κλάδου από οποιονδήποτε άλλο σημειώνουν γνώστες της μελέτης.
Για μια μεγάλη μερίδα ξενοδόχων μια ακόμη απόδειξη ότι η κυβέρνηση αντιμετωπίζει «φορομπηχτικά» τον τουρισμό είναι το γεγονός ότι κατάργησε την ανταποδοτικότητα του τέλους παρεπιδημούντων ενώ και ο φόρος διανυκτέρευσης που μετατράπηκε σε τέλος κλιματικής αλλαγής και είναι υποτίθεται ανταποδοτικός δεν αποδίδεται στις τοπικές κοινωνίες. Υπενθυμίζουν με νόημα ότι η Περιφέρεια Αιγαίου έχει ζητήσει το 75% των εσόδων από το τέλος στα ξενοδοχεία της περιοχής να επιστρέφει για έργα στην Περιφέρεια όμως ακόμη δεν »έχει δει φως», με το ερώτημα πόσα είναι τα χρήματα που εισπράχθηκαν φέτος και πως αξιοποιούνται να παραμένει αναπάντητο.
«Ακόμα και το τέλος ανθεκτικότητας, το οποίο ως τέλος θα έπρεπε να έχει μία μορφή ανταποδοτικότητας, προσπαθούμε να δούμε πού κατευθύνθηκαν τα χρήματα που πληρώθηκαν πέρυσι και ως προς τι υποστηρίζει την τουριστική δραστηριότητα» σημείωσε ο Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων (ΠΟΞ) Γιάννης Χατζής..
Η οριζόντια αύξηση του τέλους κλιματικής αλλαγής έρχεται σε μία περίοδο σύνθετη και γεμάτη προκλήσεις για τον ελληνικό τουρισμό.
Το 2025, για πολλούς και διάφορους λόγους, δε θα είναι μία εύκολη χρονιά και σε τίποτα δε θα θυμίζει το 2022, 2023 και πρώτου μισό του 2024, έγραψε πρόσφατα στο «Χ» o πρώην πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) Γιάννης Ρέτσος, οποίος στην «ψύχραιμη» ανάρτηση του επισημαίνει ακόμη ότι «τουρισμός είναι πλέον πολύ σημαντικός για να αγνοείται και να αφήνεται στην τύχη του. Είναι πολύ απαραίτητος για το οικονομικό μέλλον της χώρας και την ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών…» και τονίζει ότι «κυβέρνηση και τοπική αυτοδιοίκηση πρέπει να στοιχηθούν πίσω από ενιαία στρατηγική, που θα καθορίζει τους στόχους και θα εκπονεί και εφαρμόζει πολιτικές. Και ο ιδιωτικός τομέας, υπεύθυνα και με συνεχή αυτοκριτική, θα δημιουργεί, θα εξελίσσει το προϊόν και θα περιθωριοποιεί όλους εκείνους που επιχειρούν να το σαμποτάρουν…»
Άλλοι παράγοντες του κλάδου υπογραμμίζουν ότι το αυξητικό τουριστικό ρεύμα που καταγράφηκε διεθνώς μετά την πανδημία έφτασε στα όρια του όλα δείχνουν ότι από το 2025 η τιμή θα είναι βασικός παράγοντας στην επιλογή ενός προορισμού. Συνεπώς και η Ελλάδα θα πρέπει να ακολουθήσει μια ανάλογη πολιτική διατήρησης της ανταγωνιστικότητα της.
Σε κάθε περίπτωση όλοι συμφωνούν ότι το 2025 θα είναι μια διαφορετική χρονιά καθώς η κλιματική κρίση, η γενικότερη οικονομική δυσπραγία στη Δυτική Ευρώπη, τα αρνητικά μηνύματα που εκπέμπει η διεθνής αρθρογραφία περί υπερτουρισμού, η ένταση του ανταγωνισμού από άλλες περιοχές της Μεσογείου, αναμένεται να παίξουν τον ρόλο τους.
Η «σύγκρουση» με τα Airbnb
Σε όλα τα παραπάνω το ελληνικό ξενοδοχείο έχει να αντιμετωπίσει και τον έντονο ανταγωνισμό από τα καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης. Οι ξενοδόχοι απογοητεύθηκαν πλήρως από τα «μη μέτρα» που ανακοίνωσε για την βραχυχρόνια μίσθωση η κυβέρνηση.
«Πρέπει να καταλάβουμε και εμείς τι ακριβώς είναι η βραχυχρόνια μίσθωση. Εγώ πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω, μιλάμε για περιορισμό ημερών και μας λένε ότι πρόκειται για επιχειρηματική δραστηριότητα, μιλάμε για ίση φορολόγηση και μας λένε ότι είναι οικονομία διαμοιρασμού. Πρέπει να ορίσουμε τελικά τι είναι η βραχυχρόνια μίσθωση» τόνισε ο κύριος Χατζής.