Το πανευρωπαϊκό πρόβλημα της ακρίβειας στα τρόφιμα – Ποια μέτρα υιοθετούν τα κράτη της Ε.Ε. και ποια η Ελλάδα

0
Η υποχώρηση των τιμών της ενέργειας μπορεί να βοηθάει στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, αλλά οι συνεχιζόμενες αυξήσεις στα τρόφιμα αποτελούν πανευρωπαϊκό φαινόμενο. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες ο πληθωρισμός στα τρόφιμα κυμαίνεται από 16% έως 29%, ενώ στην Ελλάδα διαμορφώνεται στο 14,7%. Το εισόδημα των νοικοκυριών συρρικνώνεται και οι αντιδράσεις ωθούν τις κυβερνήσεις στη λήψη διαφόρων μέτρων, όπως μείωση του ΦΠΑ, πλαφόν στις τιμές και αυστηρούς ελέγχους. Η ελληνική κυβέρνηση έχει υιοθετήσει το μέτρο του market pass σε συνδυασμό με τις αυξήσεις σε βασικό μισθό και συντάξεις, ενώ απορρίπτει τη μείωση του ΦΠΑ, καθώς χαρακτηρίζεται μέτρο πολύ ακριβό για τον προϋπολογισμό και ιδιαίτερα περιορισμένης αποτελεσματικότητας.

 

Bloomberg: Η Ευρώπη προσπαθεί να σβήσει τη φωτιά στις τιμές των τροφίμων
Φοροαπαλλαγές, πλαφόν στις τιμές, αυστηροί έλεγχοι. Η μάχη της Ευρώπης κατά της χειρότερης πανδημίας ακρίβειας που έχει γνωρίσει τα τελευταία περίπου 40 χρόνια συνεχίζεται, με επίκεντρό της τον επιταχυνόμενο πληθωρισμό των τιμών των τροφίμων. Ακόμη και τώρα που αποκλιμακώνεται ο πληθωρισμός εντείνονται οι ανοδικές πιέσεις στις τιμές των τροφίμων. Αυτό σημαίνει ότι γίνεται διαρκώς όλο και πιο δαπανηρό ένα σημαντικό τμήμα των αναγκών ενός νοικοκυριού.
Αναπόφευκτα οι κυβερνήσεις σπεύδουν να λάβουν μέτρα, καθώς πολλές οικογένειες αγωνίζονται να αντεπεξέλθουν, ενώ ξεσπούν κοινωνικές ταραχές και απεργίες σε όλη την Ευρώπη και οι εργαζόμενοι ζητούν αυξήσεις των αποδοχών τους. Όπως επισημαίνει η Μάρτε Βίφελααρς, οικονομολόγος της Rabobank Group, σε ορισμένα μέρη της Ευρωζώνης οι τιμές των τροφίμων αυξάνονται με ρυθμούς πρωτοφανείς στη μεταπολεμική ιστορία. Τον Μάρτιο ο γενικός πληθωρισμός της Ευρωζώνης ήταν 6,9%, με ορισμένες χώρες να παρουσιάζουν σημαντική αποκλιμάκωση. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, ήταν 6,6% αλλά ο πληθωρισμός των τιμών των τροφίμων ήταν περίπου 16%. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει στη Γερμανία, όπου ο πληθωρισμός των τιμών των τροφίμων βρίσκεται στο 20%. Ως εκ τούτου οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις υιοθετούν μέτρα για να ανακόψουν την ιλιγγιώδη άνοδο των τιμών, καταφεύγοντας σε πολιτικές που είναι συνήθεις στις φτωχές χώρες.
Η Πορτογαλία, στην οποία οι τιμές των τροφίμων αυξάνονται με ρυθμό άνω του 20% σε σύγκριση με πέρυσι, αποφάσισε να μηδενίσει προσωρινά τον ΦΠΑ σε ένα καλάθι σημαντικών ειδών διατροφής. Είναι η τελευταία που υιοθέτησε το μέτρο έπειτα από χώρες όπως η Πολωνία και η Ισπανία. Στην Ισπανία, όπου ο πληθωρισμός των τιμών των τροφίμων φθάνει το 16,6%, το ίδιο μέτρο ισχύει για βασικά είδη διατροφής όπως το ψωμί και το ελαιόλαδο. Εχει πάντως αποδειχθεί ατελέσφορο έως τώρα, καθώς δεν έχει ανακόψει την αδιάκοπη άνοδο των τιμών που εντείνει την πίεση στον πρωθυπουργό, Πέδρο Σάντσες, ενώ η χώρα βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο. Ο εταίρος στον κυβερνητικό συνασπισμό, το κόμμα των Podemos, έχει ζητήσει να επιβληθεί πλαφόν στις τιμές των τροφίμων και έκπτωση 14% σε 20 βασικά είδη διατροφής. Η Πολωνία σχεδιάζει να διατηρήσει τον μηδενικό φόρο στα τρόφιμα, ενδεχομένως και πέραν του τέλους του έτους. Και η κυβέρνηση της Ιταλίας εξετάζει τους φόρους σε βασικά είδη διατροφής όπως τα ζυμαρικά, το ψωμί και το γάλα.
“Οι τιμές αυξάνονται με ρυθμούς πρωτοφανείς στη μεταπολεμική ιστορία, κατά 15% με 20% σε ορισμένα είδη.”
Σε ό,τι αφορά την επιβολή πλαφόν στις τιμές των τροφίμων, στοιχειοθετεί επιθετική παρέμβαση, που πολλές κυβερνήσεις δεν θέλουν να επιστρατεύσουν. Υπάρχει πάντα κίνδυνος να γίνει μπούμερανγκ, όπως συνέβη στην Ουγγαρία. Στις αρχές του περασμένου έτους η Ουγγαρία επέβαλε πλαφόν στις τιμές, αλλά ο πληθωρισμός των τιμών των τροφίμων επιταχύνθηκε σχεδόν στο 50%. Στην πράξη το μέτρο ανάγκαζε τους εμπόρους λιανικής να πωλούν ορισμένα είδη με ζημιά και για να την καλύψουν ανέβασαν τις τιμές σε άλλα προϊόντα. Οι Ούγγροι θυμήθηκαν έτσι και το κομμουνιστικό παρελθόν της χώρας, όταν οι έμποροι επέβαλαν δελτίο σε βασικά είδη διατροφής, όπως για παράδειγμα στις πατάτες, και δημιουργούσαν τεχνητές ελλείψεις στην αγορά.
Δεδομένου, πάντως, ότι οι καταναλωτές δυσκολεύονται να αντεπεξέλθουν, ενώ πολλές επιχειρήσεις παρουσιάζουν εντυπωσιακή κερδοφορία, υπάρχει ένα είδος κοινωνικής κατακραυγής και διαμαρτυρίας για τον πληθωρισμό που πλήττει μόνον τους καταναλωτές. Ως εκ τούτου, σε πολλές χώρες έχουν ενταθεί οι έλεγχοι. Στην Πορτογαλία σημειώθηκαν αιφνιδιαστικοί έλεγχοι σε αλυσίδες σούπερ μάρκετ και εξετάστηκαν οι τιμές. Στην Ισπανία η κυβέρνηση θέσπισε μηνιαίες συναντήσεις με τους εκπροσώπους των καταστημάτων, των μεταφορικών εταιρειών και των ιδιοκτητών βιομηχανιών τροφίμων προκειμένου να διασφαλίζεται πως οι φοροαπαλλαγές καταλήγουν σε μείωση των τιμών. «Δεν πίστευε κανείς πως θα συνέβαινε αυτό σε ένα μέρος όπως η Ευρώπη, αλλά όταν οι τιμές των τροφίμων αυξάνονται κατά 15% με 20% σε ορισμένα είδη, οι κυβερνήσεις υφίστανται όλο και μεγαλύτερες πιέσεις», σχολιάζει σχετικά ο Ανχελ Ταλαβέρα, επικεφαλής του τομέα ευρωπαϊκών οικονομικών θεμάτων στην Oxford Economics.
Αναποτελεσματική η μείωση του ΦΠΑ, λέει η κυβέρνηση
Κατηγορηματικά αντίθετο στη μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα είναι το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, καθώς θεωρεί ότι «το μέτρο είναι πανάκριβο για τον προϋπολογισμό, με πολύ χαμηλή αποτελεσματικότητα», όπως λέει ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θόδωρος Σκυλακάκης.
Η αριθμητική του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (ΓΛΚ), σύμφωνα με πηγές του, λέει τα εξής: Αν μειωθεί ο συντελεστής ΦΠΑ στα τρόφιμα από 13% σε 6%, όπως είχε προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ με τροπολογία του τον περασμένο Δεκέμβριο, το δημοσιονομικό κόστος θα είναι 1,5 δισ. ευρώ. Εκτιμούν, όμως, στο ΓΛΚ ότι από τις 7 ποσοστιαίες μονάδες της μείωσης μόνο το 20%, ή 1-1,5 ποσοστιαία μονάδα, θα μεταφερθεί ως όφελος στον καταναλωτή. Το υπόλοιπο θεωρούν ότι θα το καρπωθεί ο επιχειρηματίας. Ετσι, από το 1,5 δισ. ευρώ του κόστους για τον προϋπολογισμό, στον καταναλωτή θα περάσει ένα όφελος 300 εκατ. ευρώ ετησίως, που αναλογεί σε 1 ευρώ ανά νοικοκυριό τον μήνα, όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές του οικονομικού επιτελείου.
Οι πηγές του οικονομικού επιτελείου επικαλούνται το παράδειγμα της μείωσης του συντελεστή ΦΠΑ στον καφέ και στα ροφήματα στην εστίαση που όχι μόνο δεν οδήγησε σε μείωση της τιμής τους, αλλά, αντίθετα, στην αύξησή τους.
Με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να κυριαρχούν στην ελληνική οικονομία, ο έλεγχος για τη μεταφορά του μειωμένου συντελεστή στην τελική τιμή είναι εξαιρετικά δύσκολος, υποστηρίζουν στο υπουργείο Οικονομικών. Αλλωστε και στην Ισπανία, όπου εφαρμόσθηκε το σχετικό μέτρο, ο πληθωρισμός τροφίμων έφθασε στο 16,6% τον Φεβρουάριο.
Επιπλέον, στο οικονομικό επιτελείο υποστηρίζουν ότι το όποιο όφελος από τη μείωση του ΦΠΑ περάσει τελικά στον καταναλωτή θα είναι οριζόντιο, προς όλες τις κοινωνικοοικονομικές κατηγορίες. Μάλιστα, περισσότερο θα επωφεληθούν αυτοί που καταναλώνουν περισσότερο. Αντίθετα, οι πιο ευάλωτοι, που το έχουν περισσότερο ανάγκη, θα επωφεληθούν λιγότερο.
Ακόμη, παρατηρούν, ένα μέρος του οφέλους θα μεταφερθεί στους τουρίστες, η δαπάνη των οποίων κατευθύνεται σε μεγάλο βαθμό στην αγορά τροφίμων.
«Αφού επωφεληθούν οι επιχειρηματίες, οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις και οι τουρίστες, ελάχιστο όφελος απομένει για τους ασθενέστερους», σχολιάζει ο κ. Σκυλακάκης.
Με αυτό το σκεπτικό ο ίδιος υποστηρίζει ότι «είναι πολύ πιο αποτελεσματικά τα μέτρα του market pass, καθώς και της αύξησης του κατώτατου μισθού και των συντάξεων, ώστε να επωφεληθούν τα νοικοκυριά με μεγαλύτερη ανάγκη».
Άλλωστε, η συζήτηση είναι θεωρητική, παρατηρούν στο υπουργείο Οικονομικών, καθώς απλούστατα δεν υπάρχει ο δημοσιονομικός χώρος για να πραγματοποιηθεί μια τέτοια μείωση, κόστους 1,5 δισ. ευρώ. Αν αποφάσιζε η κυβέρνηση να πάρει ένα τέτοιο μέτρο φέτος, θα θυσίαζε πιθανότατα την επιστροφή στο πρωτογενές πλεόνασμα και μαζί της ενδεχομένως και την επενδυτική βαθμίδα. Από το 2024, άλλωστε, θα ήταν ούτως ή άλλως υποχρεωμένη να το καταργήσει, καθώς επιστρέφουν τα περιοριστικά δημοσιονομικά μέτρα.
Στο υπουργείο Οικονομικών θεωρούν ότι το προτιμότερο μέτρο, εφόσον βρεθεί δημοσιονομικός χώρος, είναι η περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων, την οποία έχει ήδη προαναγγείλει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης για την ερχόμενη τετραετία.
Επτά στις δέκα επιχειρήσεις σχεδιάζουν ανατιμήσεις μέσα στο 2023
Αντιμέτωπα με την ακρίβεια στα τρόφιμα θα συνεχίσουν να είναι και τους επόμενους μήνες τα νοικοκυριά στην Ελλάδα, καθώς ήδη από τις αρχές του χρόνου αρκετές εταιρείες έχουν προβεί σε ανατιμήσεις και κάποιες άλλες προγραμματίζουν αυξήσεις τιμών το επόμενο διάστημα. Αν και η συχνότητα αλλαγής των τιμοκαταλόγων από τους προμηθευτές δεν είναι τόσο μεγάλη, όπως συνέβη το 2022, σύμφωνα με όσα ανέφερε στην «Καθημερινή» υψηλόβαθμο στέλεχος μεγάλης αλυσίδας σούπερ μάρκετ, ανατιμήσεις εξακολουθούν να καταφτάνουν, χωρίς την ίδια ώρα να αποστέλλονται από τη βιομηχανία τιμοκατάλογοι με μειώσεις τιμών. Το φαινόμενο των μειώσεων τιμών σε κάποια προϊόντα που είχε καταγραφεί στα τέλη Ιανουαρίου, μειώσεις της τάξης του 5%-18%, και αφορούσε κυρίως εισαγόμενα γαλακτοκομικά και αραβοσιτέλαιο, δεν είχε ανάλογη συνέχεια και αποδείχθηκε ότι ήταν μάλλον περιορισμένης εμβέλειας. Πριν από λίγες ημέρες, άλλωστε, έρευνα της NielsenIQ που πραγματοποιήθηκε σε διευθύνοντες συμβούλους προμηθευτών και λιανεμπόρων έδειξε ότι επτά στις δέκα επιχειρήσεις σχεδιάζουν ανατιμήσεις μέσα στο 2023.

 

Αρκετοί προμηθευτές, χάριν διατήρησης των μεριδίων αγοράς, δεν προχώρησαν σε σημαντικές ανατιμήσεις το 2022, αλλά προχωρούν τώρα, καθώς η πίεση στο κόστος παραγωγής συνεχίζεται. Οπως επισημαίνουν, μπορεί το ενεργειακό κόστος να εμφανίζει σημάδια υποχώρησης, δεν ισχύει το ίδιο, όμως, για το μεταφορικό κόστος, το οποίο μάλιστα αναμένεται να αυξηθεί κι άλλο το επόμενο διάστημα, όπως επίσης και για το κόστος των πρώτων και δεύτερων υλών.
Υπενθυμίζεται ότι από τον Απρίλιο του 2022 ο πληθωρισμός των τροφίμων στην Ελλάδα είναι διψήφιος και από τον Οκτώβριο του 2022 κινείται στα επίπεδα του 15%. Διατηρείται μάλιστα σε αυτά τα υψηλά επίπεδα, παρά το γεγονός ότι ο γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή καταγράφει σημαντική αποκλιμάκωση από το φθινόπωρο κι έπειτα.
Το χειρότερο είναι ότι στην κορυφή των ανατιμήσεων βρίσκονται τα πλέον βασικά είδη διατροφής, όπως τα γαλακτοκομικά, το ψωμί, το κρέας και το λάδι. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), οι τιμές των γαλακτοκομικών έχουν αυξηθεί κατά 25,2%, των ελαίων κατά 22,9%, των κρεάτων κατά 20%, του ψωμιού κατά 16,8%, του καφέ κατά 13%, της ζάχαρης κατά 9,2%, του νερού – χυμού – αναψυκτικών κατά 9%, των λαχανικών κατά 8,6%. Για να αντιληφθεί κάποιος το ζήτημα ειδικά στα γαλακτοκομικά, αρκεί να πούμε ότι η μέση τιμή παραγωγού στο αγελαδινό γάλα βρίσκεται, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΛΓΟ – ΔΗΜΗΤΡΑ, στα 0,574 ευρώ/κιλό από 0,438 ευρώ/κιλό τον Ιανουάριο του 2022, ενώ μέσα στην περυσινή χρονιά η μέση τιμή είχε φτάσει και τα 0,588 ευρώ/κιλό. Η μέση τιμή παραγωγού πρόβειου γάλακτος που χρησιμοποιείται κυρίως για τυριά και γιαούρτια βρίσκεται στο 1,56 ευρώ/κιλό από 1,17 ευρώ/κιλό ένα χρόνο πριν, χωρίς να εμφανίζει σημάδια αποκλιμάκωσης.
Οι μεγάλες αυξήσεις τιμών στα τρόφιμα έχουν οδηγήσει σε μείωση του όγκου πωλήσεων, η οποία είναι αναλογικά μικρή με την αύξηση των τιμών. Ο λόγος είναι ότι πολλοί καταναλωτές έχουν στραφεί στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, στα οποία έχουν καταγραφεί επίσης σημαντικές αυξήσεις τιμών, της τάξης του 16,6% το 2022. Υπενθυμίζεται ότι ο όγκος πωλήσεων στα σούπερ μάρκετ υποχώρησε το 2022 κατά 1,5% (στοιχεία της NielsenIQ), ενώ το α΄ τρίμηνο του 2023 ο όγκος πωλήσεων εκτιμάται ότι υποχωρεί κατά περίπου 4%.
Πηγή: kathimerini.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ