Ποινικές συνέπειες- Παραγραφές εγκλημάτων
Το κεφάλαιο για τους φορολογικούς ελέγχους είναι κατά βάση μια συνεχής ενημέρωση με βάση τα στοιχεία που περιέχονται στις Αρχές για την οικονομική κίνηση των Φορολογουμένων, όπως αναφέρει ο Θράσος Μίαρης, φοροτεχνικός και συνεργάτης του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών.
Ένταση ελέγχων σε τραπεζικές κινήσεις από την ΑΑΔΕ
Μετά από έλεγχο, βεβαιώνονται φόροι, εισφορές , τα πρόστιμα και οι προσαυξήσεις, οι οποίες, σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνούν και το 90% των ποσών που βρέθηκαν στους τραπεζικούς λογαριασμούς και δεν μπορούν να δικαιολογηθούν .
Ειδικότερα, ελέγχονται οι καταθέσεις των προσώπων, για τα έτη που πρόκειται να παραγραφούν. Πέρυσι, για παράδειγμα παραγράφηκαν στις 31 Δεκεμβρίου 2020 οι υποθέσεις του έτους 2014 και οι έλεγχοι πραγματοποιήθηκαν αφορούν στο έτος αυτό. Όμως, εφόσον διαπιστωθεί ότι κάτι δεν πάει καλά με τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών, οι έλεγχοι επεκτείνονται και σε άλλα έτη.
Φέτος, στο «στόχαστρο» των ελεγκτών είναι οι υποθέσεις του έτους 2015, που παραγράφονται στις 31 Δεκεμβρίου 2021, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις, το έτος της παραγραφής αποτελεί την αφετηρία για έλεγχο και στα επόμενα έτη.
Πώς γίνεται ο έλεγχος
Ο έλεγχος γίνεται με το νέο λογισμικό «Ειδικό Λογισμικό Αυτοματοποιημένου Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας», το οποίο είναι συνδεδεμένο online με τις τράπεζες και με το οποίο οι ελεγκτές μπορούν να αντλούν πληροφορίες όπως:
-Τα πρωτογενή δεδομένα για τις καταθέσεις ποσών στους τραπεζικούς λογαριασμούς κάθε ελεγχόμενου φυσικού προσώπου, δηλαδή τα ποσά που εισήλθαν για πρώτη φορά στους λογαριασμούς καθώς και αυτά που πιστώνονται κατά καιρούς. Από τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών θα αφαιρούνται τα ποσά που διαπιστώνεται ότι μεταφέρθηκαν από λογαριασμό σε λογαριασμό του ιδίου προσώπου.
-Οι συναλλαγές των επενδυτικών προϊόντων, μέσω των κινήσεων των καταθετικών λογαριασμών
-Τα δηλωθέντα εισοδήματα του εκάστοτε ελεγχόμενου, για την περίοδο που ελέγχεται.
Εφόσον διαπιστωθούν δυσαρμονίες μεταξύ των καταθέσεων και δηλωθέντων εισοδημάτων θα δημιουργείται ένα αρχείο, το οποίο θα παραδίδεται στον ελεγκτή, ο οποίος θα καλεί τον φορολογούμενο για έλεγχο και συγκεκριμένα να αποδείξει την προέλευση των χρημάτων τα οποία δεν εμφανίζονται στις φορολογικές του δηλώσεις.
Η διαδικασία επιβολής ασφαλιστικών μέτρων
Για την εφαρμογή των μέτρων της παραγράφου 5 του άρθρου 46 του N.4174/2013, όπως ισχύει, η αρμόδια φορολογική αρχή, η οποία διενεργεί τον έλεγχο και προβαίνει στην έκδοση των οικείων πράξεων προσδιορισμού φόρων, τελών και εισφορών ή των πράξεων επιβολής προστίμων, οφείλει ΑΜΕΣΑ και εφόσον πληρούται το οικονομικό όριο του άρθρου 46 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (150.000 ευρώ) να προβεί στην σύνταξη Ειδικής Έκθεσης Ελέγχου καθώς και στην πράξη επιβολής μέτρων διασφάλισης των συμφερόντων του Δημοσίου.
Εν συνεχεία, η αρμόδια φορολογική αρχή καταχωρεί την πράξη αυτή αυθημερόν στο ηλεκτρονικό σύστημα TAXIS, προκειμένου να ενημερωθούν όλες οι φορολογικές αρχές, τη γνωστοποιεί αυθημερόν με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και εγγράφως στη Δ/νση Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (ΔΗΛΕΔ), προκειμένου να απαγορευθεί η χορήγηση ηλεκτρονικού πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.Ι.Α., στη Δ/νση Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών με αντίγραφο της σχετικής Ειδικής Έκθεσης Ελέγχου, στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και στην Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία υποχρεούται να ενημερώσει σχετικά τα λειτουργούντα στην Ελλάδα πιστωτικά ιδρύματα.
Πλέον σημαντικό τυγχάνει το γεγονός ότι, η φορολογική αρχή για την εφαρμογή των μέτρων οφείλει ταυτόχρονα ή εντός αποκλειστικής προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την εφαρμογή των μέτρων να επιδίδει με απόδειξη στον παραβάτη και στα πρόσωπα της παραγράφου 6 του άρθρου 46 του ν.4174/2013, όπως εξειδικεύονται με το άρθρο 2 της παρούσας, κλήση προς επιγενόμενη ακρόαση για τις διαπιστώσεις που καταγράφηκαν στην Ειδική Έκθεση Ελέγχου, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του εδαφίου β’ της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του ν.2690/1999 «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. 97/ Α’/17.5.1999), όπως ισχύουν.
Ποινικό αδίκημα
Οι αρμόδιες Δ.Ο.Υ οι οποίες και αποστέλλουν τα σχετικά ενημερωτικά δελτία στις εισαγγελίες ενόψει της συζήτησης των οικείων υποθέσεων, αντιμετωπίζουν το ζήτημα ως εξής: ενίοτε διαγράφουν το χρέος μόνο εφόσον έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για το αδίκημα της φοροδιαφυγής, ενίοτε το διαγράφουν και χωρίς να έχει ασκηθεί ποινική δίωξη αλλά μόνο εφόσον ο βασικός φόρος είναι πάνω από τα ως άνω ποσοτικά επίπεδα (100.000 ευρώ για φόρο εισοδήματος και 50.000 για ΦΠΑ ανά χρήση )∙ για τον λόγο αυτό δεν υπολογίζουν στα ποσά αυτά ούτε τα πρόστιμα αλλά ούτε τους πρόσθετους φόρους του παλιού ποινολογίου (ν. 2523/1997).
Παραγραφή Εγκλήματος
Υπάρχουν πρόσφατες θέσεις της νομολογίας και σχετική γνωμοδότηση του Αντεισαγγελέα του ΑΠ για τη φύση του εγκλήματος ως ιδιότυπου αθροιστικού με επακόλουθο τον ιδιαίτερο καθορισμό του χρόνου τέλεσής του. Σύμφωνα με την από 25/9/2015 γνωμοδότηση του Αντεισαγγελέα, αφού το εν λόγω έγκλημα χαρακτηρίζεται ως αθροιστικό, χρόνος τέλεσης σε περίπτωση περισσότερων μη καταβληθέντων χρεών, είναι ο χρόνος μη πληρωμής του τελευταίου χρέους. Επομένως στην περίπτωση αυτή, όπως επισημαίνεται στη γνωμοδότηση, οι επιμέρους πράξεις χάνουν την αυτοτέλειά τους και εκείνο που ενδιαφέρει είναι το σύνολο των ποσών ως άθροισμα: «Συνακόλουθα, όσα έχουν γίνει δεκτά από την νομολογία, αναφορικά με την ερμηνεία του άρθρου 16 παρ.2 του Ν 2576/1953, ισχύουν και ενταύθα, με κυριότερη την παραδοχή ότι τα χρέη του πίνακα που συνοδεύει την αίτηση δίωξης, χάνουν την αυτοτέλειά τους, και συνεπώς η έναρξη του χρόνου παραγραφής στην περίπτωση του αδικήματος αυτού, αρχίζει από την τέλεση της τελευταίας μερικότερης πράξης, δηλαδή τέσσερις μήνες αφότου καταστεί ληξιπρόθεσμο το τελευταίο χρέος του πίνακα».
Το έγκλημα παραγράφεται 5 έτη μετά την τέλεσή του, εφόσον δεν έχει προλάβει μέχρι τότε να επιδοθεί το κλητήριο θέσπισμα. Αυτό μπορεί να συμβεί αν τελικώς παρήλθε το 4μηνο μετά τη βεβαίωση των χρεών και η αρμόδια εισαγγελία δεν προχώρησε σε σύνταξη του κατηγορητηρίου και επίδοσή του. Οι περιπτώσεις αυτές θα είναι σπάνιες και θα συνδέονται κυρίως με καθυστέρηση της αρμόδιας φορολογικής αρχής να υποβάλλει την αντίστοιχη αίτηση για άσκηση ποινικής δίωξης στην αρμόδια εισαγγελία.
Εξωδικαστικός Μηχανισμός Ρύθμισης
Δυνατή είναι η αναστολή της ποινικής δίωξης και στο πλαίσιο του Εξωδικαστικού Μηχανισμού του Νέου Πτωχευτικού Νόμου (ν. 4738/2020). Εφόσον τελικά εγκριθεί η σύμβαση αναδιάρθρωσης προβλέπεται περαιτέρω αναστολή ποινικής δίωξης και τελικώς το αξιόποινο εξαλείφεται με την εξόφληση: «Από την ημερομηνία ισχύος της εγκριθείσας σύμβασης αναδιάρθρωσης, ισχύουν τα ακόλουθα ως προς το Δημόσιο: i. αναστέλλονται η λήψη αναγκαστικών μέτρων και η συνέχιση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί απαιτήσεων, κινητών και ακινήτων κατά του οφειλέτη. Η αναστολή αυτή δεν ισχύει για τις ληξιπρόθεσμες δόσεις της σύμβασης, ii. αναστέλλεται η ποινική δίωξη για το αδίκημα του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 (Α΄ 43) και αναβάλλεται η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο αυτό ή, εφόσον άρχισε, η εκτέλεσή της διακόπτεται. Κατά το χρονικό διάστημα της αναστολής της ποινικής δίωξης αναστέλλεται η παραγραφή του αδικήματος, χωρίς να ισχύει ο χρονικός περιορισμός της παρ. 2 του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα» (άρθρο 23).