Τα αποτελέσματα έρευνας που καταγράφει κατά πόσο οι ψηφιακές τεχνολογίες και τα συστήματα μπορεί να είναι πολλαπλασιαστές στην τυπική ελληνική επιχείρηση όσον αφορά στη παραγωγικότητα, την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα παρουσίασε απόψε ο Γεώργιος Δουκίδης – Καθηγητής Ηλεκτρονικού Επιχειρείν, Οικονομικό Πανεπιστήμιο μιλώντας στο “Future Unfold”, στον ετήσιο θεσμό τεχνολογίας που πραγματοποιείται για 2η συνεχόμενη χρονιά, από την Grant Thornton.
Το δείγμα περιλαμβάνει 7.000 επιχειρήσεις που κάνουν τζίρο πάνω από 5 εκατ. ευρώ και είναι οργανωμένες έχοντας υπεύθυνο πληροφορικής. Σύμφωνα με τον κ. Δουκίδη, πρόκειται για 7.000, οι οποίες συνεισφέρουν πάνω από το 70% του ΑΕΠ και αποτελούν την ατμομηχανή της ελληνικής επιχείρησης.
Τι κάνουν όμως οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις αναφορικά με τη χρήση αλλά κυρίως την αξιοποίηση των εφαρμογών πληροφορικής; Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, πάνω από 7 στις 10 χρησιμοποιούν όλα τα γνωστά πληροφοριακά συστήματα (ERP, WMS, CRM) και τα πληροφοριακά συστήματα ανθρωπίνων πόρων. Όμως, το πρόβλημα βρίσκεται στην αξιοποίηση αυτών των συστημάτων. Συγκεκριμένα, λιγότερες από 6 στις 10 επιχειρήσεις έχουν ψηφιοποιήσει ή αυτοματοποιήσει διαδικασίες σε έναν ικανοποιητικό βαθμό.
Εστιάζοντας στα ψηφιακά κανάλια, η ίδια έρευνα έδειξε ότι πάνω από 8 στις 10 χρησιμοποιούν τα γνωστά ψηφιακά κανάλια όπως ιστοσελίδα και κοινωνικά μέσα κυρίως όμως για προώθηση. Μόνο 4 στις 10 χρησιμοποιούν αυτά τα κανάλι για συναλλαγές. Με βάση αυτά τα ευρήματα, μπορεί να εξηγηθεί, σύμφωνα με τον κ. Δουκίδη, γιατί ενώ η πλειοψηφία των επιχειρήσεων χρησιμοποιεί τις τεχνολογίες, μόνο μία στις δύο αναφέρει ότι έχει κάποια επιχειρηματικά πλεονεκτήματα από αυτές τις τεχνολογίες και μάλιστα μόνο το 7% αποκομίζει όλα τα επιχειρηματικά οφέλη σε πλήρη βαθμό (μείωση κόστους, αύξηση παραγωγικότητας, καλύτερη λήψη αποφάσεων, αύξηση πωλήσεων και ανταγωνιστικότητας κ.ά).
Σε ό,τι αφορά στη στρατηγική των επιχειρήσεων για τις προηγμένες ψηφιακές τεχνολογίες, η έρευνα έδειξε ότι για παράδειγμα στο cloud, 8 στις 10 το χρησιμοποιούν, αλλά όμως δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά γατί αφορά κυρίως στην πρόσβαση στα γνωστά πληροφορικά συστήματα ERP και CRM. Ειδικότερα, για τα Data Analytics περίπου 3 στις 4 εταιρείες ανέφεραν ότι τα χρησιμοποιούν. Ωστόσο, 2 στις 10 συλλέγουν μεγάλο όγκο δεδομένων από διαφορετικές πηγές και μόνο 1 στις 3 συλλέγει ουσιαστικά στοιχεία καταναλωτών (δημογραφικά, αγοραστικά και πλοήγησης). ‘Αρα επί της ουσίας, αξιοποίηση των Data Analytics κάνει κάτι λιγότερο από 1 στις 5.
Για τα θέματα της κυβερνοασφάλειας, η ίδια έρευνα έδειξε ότι 8 στις 10 προσπαθούν να τα αντιμετωπίσουν ως μια σοβαρή πρόκληση. Ωστόσο, δεν αντιμετωπίζεται ως μια καθολική επιχειρηματική στρατηγική από όλες τις εταιρείες όπως θα έπρεπε. Συγκεκριμένα, μόνο 2 στις 3 εκπαιδεύουν συστηματικά τους υπαλλήλους τους στα θέματα κυβερνοασφάλειας.
Αναφορικά με τον ψηφιακό μετασχηματισμό, η έρευνα έδειξε ότι 1 στις 2 έχει μια στρατηγική όμως αυτό αφορά σε μεγάλο βαθμό καθαρά τεχνολογικές πρωτοβουλίες. Σημειώνεται ότι ο ψηφιακός μετασχηματισμός είναι πρωτίστως μόνο επιχειρηματικός μετασχηματισμός. Όπως προκύπτει, μόνο 1 στις 3 εταιρείες αναφέρει ότι έχει στρατηγική επιχειρηματικού μετασχηματισμού που αφορά: μετασχηματισμό των διαδικασιών, μετασχηματισμό της εμπειρίας των πελατών και μετασχηματισμό του ίδιου του επιχειρηματικού μοντέλου. Μάλιστα, 1 στις 5 αποκομίζει κάποια πλεονεκτήματα από αυτόν τον ψηφιακό μετασχηματισμό ενώ μόλις 2% καταφέρνουν να επιτύχουν όλα τα επιχειρηματικά οφέλη μέσα από τον μετασχηματισμό αυτό.
Η ίδια έρευνα εστιάζει και στο θέμα της τεχνητής νοημοσύνης και από τα συμπεράσματα προκύπτει ότι το 20% εμπλέκεται αυτή τη στιγμή με κάποιο τρόπο στη χρήση τεχνητής νοημοσύνης. Εξετάζοντας την θετική επίδραση του AI σε αυτό το 20% των επιχειρήσεων, από την έρευνα προκύπτει ότι αυτές οι επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν AI ήδη δείχνουν θετική διαφοροποίηση σε σχέση με τις υπόλοιπες όσον αφορά τα πλεονεκτήματα μέσω της πληροφορικής. Επίσης, όσον αφορά τον επιχειρηματικό ή ψηφιακό μετασχηματισμό, όπως προκύπτει είναι πιο ώριμες σε αυτή τη διαδικασία. Αναλύοντας σε βάθος, τι προσπαθούν να κάνουν αυτές οι επιχειρήσεις τότε το 30% έχει κάποιο πλάνο χρήσης των τεχνολογιών με κύρια έμφαση στην αυτοματοποίηση των διαδικασιών και στη λήψη αποφάσεων και λιγότερο στη δημιουργία αξίας με νέες διαδικασίες και στην ανάπτυξη νέων υπηρεσιών. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι μόνο το 10% των επιχειρήσεων έχουν τις αναγκαίες υποδομές Data Management για αποδοτική εφαρμογή του AI. Στο ίδιο πλαίσιο η αντιμετώπιση της πρόκληση του AI στην ελληνική επιχείρηση είναι πολυπαραγοντική και πολυεπίπεδη. Συγκεκριμένα, ενώ το 30% έχει ένα πλάνο για την τεχνητή νοημοσύνη μόνο το 20% αυτή τη στιγμή πειραματίζεται, το 17% έχει τις δεξιότητες, το 15% έχει στρατηγική οργανωμένη και 10% έχει τις αναγκαίες υποδομές σε διαχείριση δεδομένων για να το πετύχει.
Σύμφωνα με τον κ. Δουκίδη, στις προκλήσεις για τον ψηφιακό μετασχηματισμό των επιχειρήσεων περιλαμβάνονται: το τεχνολογικό χρέος με ξεπερασμένα και ασύνδετα πληροφοριακά συστήματα, η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού και ο ελλιπής προϋπολογισμός για τις επενδύσεις σε θέματα πληροφορικής.
«Με βάση το τι μας λένε οι επιχειρήσεις, θεωρούμε ότι πάνω από τις μισές έχουν σημαντικά επενδυτικά πλάνα για την πληροφορική. Υπάρχουν όμως ανοικτά θέματα. Η εκτίμησή μας είναι ότι κατά μέσο όρο αυτές οι επιχειρήσεις θα θέλουν περίπου 300.000 ευρώ τα επόμενα τρία χρόνια. ‘Αρα, ένα σύνολο περίπου 2 δισ. ευρώ. Όμως μόνο μία στις επτά αναφέρει ότι θα επενδύσει πάνω από 300.000 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι ενώ οι απαιτήσεις τους είναι ψηλά, ο προγραμματισμός τους είναι χαμηλά» ανέφερε ο κ. Δουκίδης και συμπλήρωσε: «μόνο 3 επιχειρήσεις στις 10 χρησιμοποιούν μετρούν και αξιολογούν τα αποτελέσματα αυτών των απαιτήσεων».