Η αύξηση των τιμών και του κόστους ζωής, αλλά και η γενικότερη οικονομική κατάσταση ήταν οι δύο κύριες παράμετροι για τις αποφάσεις των Ελλήνων όπως και των άλλων ευρωπαίων πολιτών στις ευρωπαϊκές εκλογές του περασμένου Ιουνίου.
Τα ποσοστά των πολιτών που έθεσαν στην πρώτη θέση το κόστος ζωής και την οικονομική κατάσταση είναι αισθητά μεγαλύτερα για την Ελλάδα (70% και 69% αντίστοιχα), καθώς και για την Κύπρο (47% και 56%), όταν ο μέσος όρος στην Ευρώπη ήταν στο 42% και το 41%.
Ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ, ειδικά η αύξηση των τιμών και του κόστους διαβίωσης, εκτός από την Ελλάδα και την Κύπρο, επηρέασε σε υψηλό ποσοστό τη συμμετοχή στις ευρωεκλογές των πολιτών της Πορτογαλίας (59%), της Ιρλανδίας, της Ουγγαρίας, της Βουλγαρίας (56%) και της Γαλλίας (52%).
Στον αντίποδα βρίσκονται η Δανία με 11%, η Φινλανδία με 17%, η Ολλανδία με 16% και η Σουηδία με 5%.
Οπως προκύπτει από την έρευνα του Ευρωβαρόμετρου για την Ελλάδα, οι συνθήκες που έχει διαμορφώσει για τους πολίτες η ακρίβεια είναι καθοριστικές για τις αποφάσεις και τις ενέργειές τους και δεν θα μπορούσαν να εξαιρεθούν οι εκλογές. Στη χώρα μας, η αύξηση των τιμών και του κόστους διαβίωσης φαίνεται να επηρέασε περισσότερο τη συμμετοχή στις ευρωεκλογές των πολιτών ηλικίας 40-54 ετών, με ποσοστό 73%, ενώ στους άνω των 55 επτά στους δέκα οδηγήθηκαν στην κάλπη έχοντας στο μυαλό τους αυτό το πρόβλημα.
Το ένα τρίτο των ψηφοφόρων πανευρωπαϊκά (34%) δηλώνει ότι η διεθνής κατάσταση ήταν ένα θέμα που το ώθησε να πάει στην κάλπη, ενώ παρόμοιο ποσοστό αναφέρει ως κίνητρο την υπεράσπιση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου (32%).
Αντίθετα, στην Ελλάδα, στην τρίτη θέση των θεμάτων που παρότρυναν τους πολίτες να ψηφίσουν (με ποσοστό 40%) βρίσκονται η κοινωνική προστασία, η πρόνοια και η πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη, καθώς επηρεάζουν τέσσερις στους δέκα πολίτες άνω των 25 ετών.
Σημαντικό θέμα, σύμφωνα με τα στοιχεία, αναδεικνύεται και η ανεργία για τους Ελληνες, κυρίως στις νεότερες ηλικίες, αφού απασχολεί πάνω από έναν στους τέσσερις νέους από 15 έως 34 ετών, συγκεκριμένα το 34% (15-24 ετών) και το 24% (25-34 ετών).
Οι βασικοί λόγοι
Στην ΕΕ-27, πάντως, σύμφωνα με την έρευνα του Ευρωβαρόμετρου συνολικά, υπάρχουν τέσσερις βασικοί λόγοι για τους οποίους οι πολίτες θεωρούν ωφέλιμη τη συμμετοχή της χώρας τους στην ΕΕ, και συγκεκριμένα: η αυξημένη συνεργασία μεταξύ των κρατών – μελών (36%), η προστασία της ειρήνης και η ενίσχυση της ασφάλειας (32%), η συμβολή της ΕΕ στην οικονομική ανάπτυξη (28%) και η δημιουργία νέων ευκαιριών εργασίας (24%).
Στην Ελλάδα, η προστασία της ειρήνης και η ενίσχυση της ασφάλειας βρίσκονται στην πρώτη θέση (45%), η βελτίωση της συνεργασίας ανάμεσα στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες της ΕΕ στη δεύτερη (36%) και ακολουθούν το γεγονός ότι η ΕΕ δυναμώνει τη φωνή του ελληνικού λαού στον κόσμο (31%) και η βελτίωση της συνεργασίας ανάμεσα στην Ελλάδα και τις χώρες εκτός ΕΕ (24%).
Στενεύουν τα περιθώρια για παροχές μέσα στην επόμενη 4ετία, εξαιτίας τόσο των υψηλότερων δαπανών για συντάξεις όπως και λόγω των αμυντικών δαπανών, όπως αποτυπώνεται στο νέο Μεσοπρόθεσμο που παρουσίασε σήμερα το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης
Ειδικότερα, αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών κατά 13,8 δισ. ευρώ έως το 2028 και μείωση του δημοσίου χρέους κατά σχεδόν 20 ποσοστιαίες μονάδες προβλέπει το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό και Διαρθρωτικό Σχέδιο το οποίο εγκρίθηκε στο υπουργικό συμβούλιο και παρουσιάστηκε πριν από λίγο από τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστή Χατζηδάκη και τον υφυπουργό Θάνο Πετραλιά.
Η αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών είναι κατά 4 δισ. ευρώ υψηλότερη σε σχέση με τις αρχικές κατευθύνσεις της Κομισιόν, σύμφωνα με τα όσα είπαν οι δύο άνδρες. Μεσοπρόθεσμο
Οι ετήσιες αυξήσεις πρωτογενών δαπανών που διαμορφώνουν ένα στενότερο πλαίσιο, με την επιστροφή των δημοσιονομικών κανόνων. Σε απόλυτα μεγέθη προβλέπεται αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών κατά 3,7 δισ. ευρώ το 2025, κατά 3,6 δισ. ευρώ το 2026, κατά 3,180 δισ. ευρώ το 2027 και κατά 3,2 δισ. ευρώ το 2028.
Επίσης, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών ακολούθησε τις προβλέψεις της Κομισιόν για τον ρυθμό ανάπτυξης. Προβλέπεται ανάπτυξη 2,2% φέτος ( αντί για 2,5%), 2,3% το 2025 (αντί για 2,6%), 2% το 2026, 1,5% το 2027 και 1,3% το 2028. Το ΑΕΠ σε ονομαστικούς όρους αναμένεται να αυξηθεί στα 272 δισ. ευρώ το 2028 από 232 δισ. ευρώ φέτος. Μεσοπρόθεσμο
Από εκεί και πέρα, ενδεχόμενη υπέρβασή του να οδηγεί σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, όπως άλλωστε και η υπέρβαση του στόχου για έλλειμμα μικρότερο του 3% του ΑΕΠ.
Όπως προκύπτει, τα δημοσιονομικά περιθώρια για νέες παροχές σε ορίζοντα τετραετίας θα είναι περιορισμένα καθώς σε ετήσια βάση, καθότι οι αμυντικές δαπάνες, οι πρόσθετες δαπάνες συντάξεων και η άνοδος των λειτουργικών δαπανών αποσπούν μεγάλο μέρος
Στόχος της κυβέρνησης, όπως προκύπτει από τις δηλώσεις του κ. Χατζηδάκη είναι να προκύψουν πρόσθετα μόνιμα έσοδα από την πάταξη της φοροδιαφυγής τα οποία το 2027 θα φτάσουν τα 2,5 δισ. ευρώ
Ο πληθωρισμός βάσει του ΕνΔΤΚ αναμένεται να μειωθεί σημαντικά στο 2,8% το 2024 και να αποκλιμακωθεί περαιτέρω σε 2,1% το 2025 από 4,2% το 2023, καθώς η απότομη μείωση των τιμών της ενέργειας, παρά τις διακυμάνσεις και η αποκλιμάκωση των τιμών των τροφίμων συμβάλλουν όλο και περισσότερο στη διαδικασία επιβράδυνσης του πληθωρισμού. Ο δομικός πληθωρισμός αναμένεται να μειωθεί σταδιακά, αντανακλώντας την ήπια αποκλιμάκωση του πληθωρισμού των υπηρεσιών.
Ιδιωτική κατανάλωση
Η συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης την περίοδο 2024-2025 αναμένεται να παραμείνει σταθερή, με μέσο όρο 1,2 ποσοστιαίες μονάδες και ετήσιο ρυθμό αύξησης 1,7%. Η συμβολή αυτή υποστηρίζεται από την ισχυρή αύξηση του πραγματικού εισοδήματος, μέσω μισθολογικών αυξήσεων σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, την περαιτέρω βελτίωση της αγοράς εργασίας και τον αποκλιμακούμενο πληθωρισμό. Αντίθετα, η δημόσια κατανάλωση αναμένεται να συμβάλει οριακά στην ανάπτυξη το 2024 (0,1 ποσοστιαία μονάδα και 0,4% ετήσια αύξηση) και να παραμείνει αμετάβλητη το 2025, αντανακλώντας μια συνετή δημοσιονομική πολιτική στο πλαίσιο των νέων δημοσιονομικών κανόνων.
Η ελληνική οικονομία μεσοπρόθεσμα αναμένεται να διατηρήσει τη θετική δυναμική της και να συνεχίσει να επεκτείνεται, παρά το ασταθές εξωτερικό περιβάλλον και τις μεταβαλλόμενες γεωπολιτικές συνθήκες, βασιζόμενη στα υγιή δημόσια οικονομικά, στη συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και στην προώθηση παραγωγικών επενδύσεων στην πράσινη οικονομία και την ψηφιακή μετάβαση, δημιουργώντας ευνοϊκές προϋποθέσεις για περαιτέρω ενίσχυση της δυνητικής ανάπτυξης.
O ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,0% το 2026, παραμένοντας έτσι σε σταθερό έδαφος, ως αποτέλεσμα του θετικού αντίκτυπου των επενδύσεων που χρηματοδοτούνται από τους πόρους του προγράμματος Next Generation EU (ιδιαίτερα το 2026, τελευταίο έτος χρηματοδότησης των δράσεων από το NGEU, πάνω από 6 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και περισσότερα από 4 δισ. ευρώ σε δάνεια προβλέπεται να απορροφηθούν), της χαλάρωσης των χρηματοοικονομικών συνθηκών, καθώς και της περαιτέρω βελτίωσης στην αγορά εργασίας. Βάσει των παραπάνω, ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου προβλέπεται να αυξηθεί κατά 8,0% το 2026.
Η ιδιωτική κατανάλωση το 2026 προβλέπεται να αυξηθεί κατά 1,5%, υποστηριζόμενη από την αύξηση του κατώτατου μισθού και του διαθέσιμου εισοδήματος. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών προβλέπεται να αυξηθούν περαιτέρω κατά 4,4%, χάρη στα υψηλά μερίδια στις εξωτερικές αγορές, σε συνέχεια της ενίσχυσης της εξωτερικής ζήτησης, καθώς και της αύξησης των εσόδων από τον τουρισμό.
Υπό την παραδοχή του τερματισμού των πόρων του προγράμματος Next Generation EU και χωρίς να ενσωματωθούν νέα μέτρα, η αύξηση του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ το 2027-2028 προβλέπεται να ανέλθει κατά μέσο όρο στο 1,4%. Οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν κατά μέσο όρο 1,7%. Η πτώση σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο σχετίζεται αποκλειστικά στην επίδραση της υπόθεσης του του τερματισμού της χρηματοδότησης του ΤΑΑ (μαζί με τη σταδιακή ολοκλήρωση των εκταμιεύσεων του σκέλους των δανείων του NGEU). Η ιδιωτική κατανάλωση και οι εξαγωγές αναμένεται να είναι οι κινητήριες δυνάμεις της μεγέθυνσης, αυξανόμενοι κατά 1,4% και 4,2% αντίστοιχα, κατά μέσο όρο για την περίοδο 2027-2028.
Ο πληθωρισμός προβλέπεται να συγκλίνει προς τον στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά την περίοδο προβλέψεων και ο αποπληθωριστής ΑΕΠ να διαμορφωθεί κατά μέσο όρο στο 2,3%. Το ποσοστό ανεργίας προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 9,2% το 2026 και να αποκλιμακωθεί περαιτέρω, φτάνοντας το 8,7% το 2027 και το 8,5% το 2028.
Δημόσιο Χρέος
Όσον αφορά τη συνθήκη διασφάλισης της βιωσιμότητας του χρέους, το δημόσιο χρέος εκτιμάται ότι θα καταγράψει μια σημαντική μείωση κατά 8,3 ποσοστιαίες μονάδες το 2024, ενώ η μέση ετήσια μείωση κατά την τετραετία που καλύπτει το σχέδιο υπολογίζεται σε 5,1 ποσοστιαίες μονάδες, σημαντικά μεγαλύτερη από την ελάχιστη απαίτηση που θέτει η συνθήκη διασφάλισης. Ως αποτέλεσμα, το ποσοστό του χρέους εκτιμάται ότι θα μειωθεί από 153,7% του ΑΕΠ το 2024, σε 133,4% του ΑΕΠ το 2028.
Η ανάλυση των προσδιοριστικών παραγόντων αυτής της μείωσης του χρέους δείχνει μια σταδιακή εξασθένιση της σχετικής επίδρασης της διαφοράς μεταξύ ανάπτυξης-επιτοκίων, καθώς αυτός ο παράγοντας καθορίζει περίπου τη μισή από τη συνολική μείωση χρέους για το 2024 και περίπου τα τρία τέταρτα της αντίστοιχης μείωσης για το 2025, αλλά μόλις το ένα τέταρτο περίπου της εκτιμώμενης μείωσης του χρέους για το τελευταίο έτος του σχεδίου. Αυτή η εξέλιξη οφείλεται στη σταδιακή εξομάλυνση της ονομαστικής ανάπτυξης καθώς και στην εκτιμώμενη αύξηση της συνολικής δαπάνης για τόκους. Ως αποτέλεσμα, το πρωτογενές ισοζύγιο αναμένεται να γίνει ο πιο καθοριστικός παράγοντας για τη μείωση του ποσοστού χρέους μέχρι το τέλος της περιόδου του σχεδίου, ενώ οι προσαρμογές αποθεμάτων-ροών επίσης συμβάλλουν στη μείωση του χρέους.
Πόροι
Ενώ ο Προϋπολογισμός Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) κυμαινόταν σε περίπου 6-6,5 δισ. ευρώ την τελευταία δεκαετία έως το 2019 και αυξήθηκε σε περίπου 10-11 δισ. ευρώ την επόμενη περίοδο, σημαντική αύξηση σημειώνεται ήδη από το 2024. Το ΤΑΑ εισφέρει σημαντικά ποσά έως το 2026, ενώ οι εκταμιεύσεις πόρων από το δανειακό σκέλος αναμένεται να συνεχιστούν και τα επόμενα έτη.
Το συγχρηματοδοτούμενο σκέλος του ΠΔΕ, μετά τα σημαντικά ποσά που εκταμιεύθηκαν την περίοδο 2022-2024 και αφορούσαν έργα που ολοκληρώθηκαν στο τέλος της περιόδου του ΕΣΠΑ 2014-2020, συνεχίζει με ποσό που ανέρχεται σε περίπου 6,5 δισ. ευρώ και περιλαμβάνει τα προγράμματα και τα έργα της νέας προγραμματικής περιόδου ΕΣΠΑ 2021-2027 και των υπόλοιπων συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων. Το εθνικό σκέλος του ΠΔΕ αυξάνεται σημαντικά ήδη από το 2024 κατά περίπου 0,9 δισ. ευρώ και προβλέπεται σταθερή ετήσια αύξηση, υπερβαίνοντας τα 3 δισ. ευρώ την περίοδο του ΜΔΣ (Πίνακας 6).