Περαιτέρω περιορισμούς στη βραχυχρόνια μίσθωση και ένα παράλληλο σύστημα κινήτρων για την ανάπτυξη προσιτής στέγης προβλέπει το νέο πλαίσιο που προωθεί η κυβέρνηση. Οι παρεμβάσεις επεκτείνονται πλέον και στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, ενώ συνδυάζονται με φορολογικά και θεσμικά εργαλεία που στοχεύουν στην αύξηση των κατοικιών για μακροχρόνια ενοικίαση και στη συγκράτηση των τιμών.
Σε φάση αναμόρφωσης εισέρχεται η αγορά ακινήτων, καθώς η κυβέρνηση επιχειρεί να αντιμετωπίσει τις πιέσεις που έχουν συσσωρευτεί τα τελευταία χρόνια στο πεδίο της στέγης. Η έντονη ανάπτυξη της βραχυχρόνιας μίσθωσης, ιδίως σε κεντρικές περιοχές μεγάλων πόλεων, έχει περιορίσει σημαντικά τη διαθεσιμότητα κατοικιών για μόνιμη χρήση, συμβάλλοντας στην άνοδο των ενοικίων και στη δυσκολία πρόσβασης των νοικοκυριών σε προσιτή κατοικία.
Στο πλαίσιο αυτό, το νέο θεσμικό σχέδιο επεκτείνει τους ήδη υπάρχοντες περιορισμούς και σε νέες γεωγραφικές ζώνες. Μετά την Αθήνα, όπου ισχύουν απαγορεύσεις σε συγκεκριμένες περιοχές, το κέντρο της Θεσσαλονίκης εντάσσεται πλέον στο ίδιο καθεστώς. Η επέκταση των μέτρων αποσκοπεί στον περιορισμό της περαιτέρω συγκέντρωσης ακινήτων που διατίθενται για τουριστική εκμετάλλευση, σε περιοχές όπου η στεγαστική πίεση είναι ιδιαίτερα έντονη.
Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στη ρύθμιση που αφορά τις μεταβιβάσεις ακινήτων. Σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, κάθε ακίνητο που αλλάζει ιδιοκτησιακό καθεστώς θα διαγράφεται αυτομάτως από το Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής. Η αυτόματη διαγραφή λειτουργεί ως μηχανισμός ελέγχου της επέκτασης της συγκεκριμένης δραστηριότητας, καθώς δεν επιτρέπει τη διατήρηση της βραχυχρόνιας μίσθωσης χωρίς επανεξέταση των όρων και των περιορισμών που ισχύουν στην εκάστοτε περιοχή.
Με τον τρόπο αυτό, το κράτος επιδιώκει να αποτρέψει την ανεξέλεγκτη αναπαραγωγή ακινήτων στη βραχυχρόνια αγορά μέσω αγοραπωλησιών. Κάθε νέος ιδιοκτήτης καλείται πλέον να συμμορφωθεί εκ νέου με το θεσμικό πλαίσιο και να αξιολογήσει τη χρήση του ακινήτου του, λαμβάνοντας υπόψη τις ισχύουσες απαγορεύσεις. Το μέτρο ενισχύει τον έλεγχο της αγοράς και περιορίζει την αυτόματη συνέχιση μιας δραστηριότητας που, σε πολλές περιπτώσεις, έχει επιβαρύνει τη στεγαστική ισορροπία.
Παράλληλα με τους περιορισμούς, το νέο πλαίσιο εισάγει και ένα σύνολο κινήτρων με στόχο την ενίσχυση της προσιτής στέγης. Η κυβερνητική στρατηγική δεν περιορίζεται μόνο στον περιορισμό της βραχυχρόνιας μίσθωσης, αλλά επιχειρεί να δημιουργήσει εναλλακτικές λύσεις που θα αυξήσουν το απόθεμα κατοικιών για μακροχρόνια ενοικίαση.
Στο επίκεντρο των παρεμβάσεων αυτών βρίσκονται οι ιδιωτικές επενδύσεις. Κατασκευαστικές εταιρείες θα έχουν τη δυνατότητα είτε να ανεγείρουν νέα κτίρια είτε να μετατρέπουν υφιστάμενα ακίνητα σε κατοικίες, οι οποίες θα διατίθενται αποκλειστικά προς ενοικίαση. Βασική προϋπόθεση είναι ότι οι κατοικίες αυτές θα παραμένουν στην αγορά της μακροχρόνιας μίσθωσης για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών, διασφαλίζοντας έτσι σταθερότητα και συνέχεια στη διαθεσιμότητα στέγης.
Η χρονική αυτή δέσμευση θεωρείται κρίσιμη, καθώς αποτρέπει τη γρήγορη μετατροπή των ακινήτων σε βραχυχρόνιες μισθώσεις και συμβάλλει στη δημιουργία ενός πιο προβλέψιμου πλαισίου για τους ενοικιαστές. Παράλληλα, ενισχύει τον ρόλο της μακροχρόνιας μίσθωσης ως βασικού πυλώνα κάλυψης στεγαστικών αναγκών.
Για την ενθάρρυνση των επενδύσεων, το πλαίσιο προβλέπει φορολογικά κίνητρα. Τα μισθώματα που θα προκύπτουν από τις κατοικίες αυτές θα εκπίπτουν από τον φόρο εισοδήματος, μειώνοντας τη φορολογική επιβάρυνση των επενδυτών. Το μέτρο αυτό λειτουργεί ως αντιστάθμισμα στη δέσμευση της δεκαετούς μίσθωσης και καθιστά πιο ελκυστική τη συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαίων στο εγχείρημα της προσιτής κατοικίας.
Ταυτόχρονα, το κράτος παρεμβαίνει και στο σκέλος των ενοικίων. Το ανώτατο ύψος του μισθώματος θα καθορίζεται κεντρικά, με στόχο να διασφαλιστεί ότι οι κατοικίες αυτές θα απευθύνονται πράγματι σε νοικοκυριά με χαμηλότερα εισοδήματα. Η κεντρική ρύθμιση των ενοικίων διαφοροποιεί τις συγκεκριμένες κατοικίες από την ελεύθερη αγορά και εισάγει έναν πιο κοινωνικό χαρακτήρα στην πολιτική στέγασης.
Συνολικά, το νέο πλαίσιο συνδυάζει περιοριστικά και υποστηρικτικά μέτρα, επιχειρώντας να εξισορροπήσει την αγορά ακινήτων. Από τη μία πλευρά, θέτει φραγμούς στη βραχυχρόνια μίσθωση σε περιοχές υψηλής ζήτησης και, από την άλλη, δημιουργεί προϋποθέσεις για την ανάπτυξη ενός αποθέματος κατοικιών που θα παραμένει διαθέσιμο για μακροχρόνια ενοικίαση. Η επιτυχία των παρεμβάσεων θα εξαρτηθεί από την εφαρμογή τους στην πράξη, ωστόσο το πλαίσιο σηματοδοτεί μια σαφή κατεύθυνση προς την ενίσχυση της προσιτής στέγης στα μεγάλα αστικά κέντρα.

