Ο Μανώλης Δεστούνης έχει συνεργαστεί με “ιερά τέρατα” του χώρου του θεάματος, καταφέρνοντας πάντα να διατηρεί ταπεινότητα και ήθος. Στα 86 του πλέον, μετράει πάνω από 150 ταινίες στο ενεργητικό του, αλλά και συμμετοχές σε τηλεοπτικές σειρές και, φυσικά, σε θεατρικές παραστάσεις. Για 60 ολόκληρα χρόνια δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να αποδεικνύει έναν χαρακτηριστικό συνδυασμό ταλέντου και μόχθου, τόσο πάνω στο σανίδι όσο και στη μεγάλη οθόνη. Ο ίδιος δηλώνει πως το θέατρο αποτελεί τη μεγάλη του αγάπη, ενώ για μια επιτυχημένη πορεία στον χώρο του θεάτρου χρειάζεται αφοσίωση και σκληρή δουλειά. Εξάλλου, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, “ένα ξαφνικό… μπαμ μπορεί να σε κάνει φίρμα, αλλά μόνο με εργατικότητα και μεράκι θα παραμείνεις σε υψηλό επίπεδο”. Εκτός αυτού, θυμάται την όμορφη συνεργασία του με τη Ρένα Βλαχοπούλου και πιστεύει πως η τέχνη είναι ένας ζωντανός οργανισμός, με τα τόσα μηνύματα που μεταφέρει στο κοινό.
Έχετε στο ενεργητικό σας περισσότερες από 150 ταινίες. Ποια η αποτίμηση που κάνετε στην καριέρα σας; Κοιτώντας πίσω, θα αλλάζατε κάτι;
Δεν θα άλλαζα τίποτα. Αυτό έμαθα να κάνω και αυτό θα έκανα πάλι αν ξαναγεννιόμουν.
Ποιο ήταν το έναυσμα για να γίνετε ηθοποιός;
Είναι μεγάλη ιστορία. Όταν υπηρετούσα στον στρατό, είχα την τύχη να επιλεγώ για το ελληνικό απόσπασμα του ΝΑΤΟ στη Σμύρνη, υπηρέτησα δηλαδή εκεί για ενάμιση χρόνο. Στη Σμύρνη λοιπόν παρουσιάζαμε παραστάσεις με τον συγχωρεμένο Κώστα Παναγιωτόπουλο, τον δημοσιογράφο. Αυτός έγραφε κι εγώ τα σκηνοθετούσα και τα έπαιζα. Έτσι μπήκε το μικρόβιο μέσα μου. Απολυόμενος από τον στρατό, πήγα στη Δραματική Σχολή του Γιώργου Θεοδοσιάδη και τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Αποφάσισα, στην ουσία, ότι αυτό μου αρέσει να κάνω.
Προτιμάτε τη σκηνοθεσία ή την υποκριτική;
Έχω ασχοληθεί και με τη σκηνοθεσία, αλλά προτιμώ την υποκριτική, λόγω της άμεσης επαφής με τον κόσμο. Είναι ζωντανή τέχνη το θέατρο, η ανάσα του κόσμου σε ωθεί στη δημιουργία.
Προτίμησή σας είναι να παίζετε ρόλους που είναι κόντρα ή κοντά σε εσάς;
Η «φτιαξιά» μου, το ταμπεραμέντο μου ή το όποιο ταλέντο έχω, είναι για πολλούς ρόλους, καθώς έτσι κι αλλιώς έχω παίξει μεγάλη ποικιλία χαρακτήρων. Όλοι οι ρόλοι μού έχουν δώσει από κάτι.
Ποιος ήταν ο αγαπημένος σας ρόλος, αν μπορείτε να ξεχωρίσετε κάποιον;
Όταν ερμήνευα τον μονόλογο «Το ημερολόγιο ενός τρελού» του Νικολάι Γκόγκολ. Ήταν μια αρκετά έντονη εμπειρία, καθώς μιλάμε για σπουδαίο έργο αλλά και δύσκολο ρόλο.
Έχετε συνεργαστεί με την κα Ρένα Βλαχοπούλου στην τόσο αγαπητή από τον κόσμο ταινία «Η κόμισσα της Κέρκυρας». Πείτε μας δυο λόγια γι’ αυτή τη συνεργασία.
Η Ρένα ήταν ένα περιβόλι ολάνθιστο, σπουδαία γυναίκα. Καταρχήν εγώ τη χαρακτηρίζω θηλυκό κλόουν. Το ταλέντο της έρεε σαν ορμητικός χείμαρρος, αλλά ήταν ταυτόχρονα και πολύ ωραίος άνθρωπος. Είχαμε συνεργαστεί και στο θέατρο, κάναμε μαζί ντουέτο. Συγκεκριμένα, υποδυόμασταν δύο μικρά παιδάκια, με μεγάλη επιτυχία. Θα τη θυμάμαι πάντα με τα ομορφότερα χρώματα.
Πιστεύετε ότι οι παλιές ελληνικές ταινίες αντηχούν στο σήμερα; Έχουν άραγε να «πουν» κάτι στους νέους του 2024;
Πάρα πολύ. Αρχικά αυτό το καταλαβαίνει κανείς από το πλήθος διαφημίσεων οι οποίες συνοδεύουν κάθε ελληνική ταινία, που σημαίνει ότι οι ταινίες αυτές έχουν μεγάλη ακροαματικότητα. Ο αθλητισμός (ειδικά το ποδόσφαιρο) και οι παλιές ελληνικές ταινίες, αν παρατηρήσετε, έχουν τις πιο πολλές διαφημίσεις. Βλέπω ότι τα νέα παιδιά τρελαίνονται για Βουγιουκλάκη, για Κούρκουλο, Αλεξανδράκη, για όλους μας. Είναι καθαρό σε εμένα πως οι ταινίες αυτές είναι επίκαιρες, γιατί μεταφέρουν μηνύματα που αφορούν και τον σημερινό άνθρωπο.
Τι θα συμβουλεύατε κάποιον που κάνει τα πρώτα του βήματα στον χώρο του θεάτρου;
Σύμβουλος καλός δεν ήμουν ποτέ, ούτε για τον εαυτό μου (γέλια). Παρόλα αυτά, το άλφα και το ωμέγα στη δουλειά μας είναι η εργατικότητα, αυτό που αποκαλούμε μεράκι. Πρέπει συνεχώς να δουλεύεις τη φωνή σου, τους ρόλους που σου δίνονται και πολλά ακόμα πράγματα. Δουλειά και μόνο δουλειά χρειάζεται για να αποφέρει κάτι καρπούς. Χτίζοντας κάτι σιγά-σιγά, και όχι με βιασύνη, φτάνεις εκεί που θέλεις. Ένα «μπαμ» ξαφνικό μπορεί μεν να σε κάνει φίρμα, αλλά πολύ εύκολα πέφτεις κιόλας από τη θέση σου αν αυτό που κάνεις δεν έχει γερά θεμέλια. Αυτό, άλλωστε, μου έλεγε και ο αξέχαστος δάσκαλός μου, ο Μίμης Φωτόπουλος.
Αν δεν γινόσασταν ηθοποιός, ποιον επαγγελματικό δρόμο θα ακολουθούσατε;
Εγώ δούλευα από μικρός σε εμπορικό κατάστημα. Άνοιξα μαγαζί κι έπειτα το έκλεισα γιατί ακολούθησα αποκλειστικά τον δρόμο του θεάτρου, αν όμως δεν τον ακολουθούσα, θα γινόμουν έμπορος. Μου άρεσε ωστόσο το θέατρο, και γι’ αυτό το επέλεξα.
Έχετε παίξει και σε σειρές όπως το γνωστό σε όλους «Είσαι το ταίρι μου». Έχοντας συλλέξει κι αυτή την εμπειρία, θα λέγατε ότι προτιμάτε τηλεόραση ή θέατρο;
Αδιαμφισβήτητα ήταν μια πολύ δυνατή εμπειρία. Βέβαια, πριν από αυτό είχα παίξει ήδη και σε πολλά άλλα σίριαλ, ας πούμε στο πρώτο σίριαλ που προβλήθηκε στην ελληνική τηλεόραση, το «Σπίτι με τον φοίνικα».
Προσωπικά, προτιμώ το θέατρο. Η ζωντανή τέχνη είναι για εμένα αυτή που έχει αξία, άσε που πάνω στο σανίδι φαίνεται αν αντέχει ο ηθοποιός ή όχι.
Ποια είναι τα άμεσα σχέδιά σας;
Έπαιζα μέχρι τώρα σε δύο έργα, στο θέατρο Broadway και συγκεκριμένα στην παράσταση “Βυσσινόκηπος” του Τσέχωφ, υπό τη σκηνοθεσία του Βασίλη Πλατάκη, αλλά και στο θέατρο Αλκμήνη το “Ραχήλ” του Γρηγορίου Ξενόπουλου, σε σκηνοθεσία και διασκευή Μανώλη Ιωνά. Όλα αυτά σταμάτησαν τώρα λόγω τέλους της σεζόν, θα τα συνεχίσουμε όμως και του χρόνου γιατί είχαν επιτυχία.
Θεωρείτε ότι μπορεί η τέχνη να σώσει τον κόσμο;
Το πιστεύω ακράδαντα. Η τέχνη είναι ένας ζωντανός οργανισμός που “κατεβαίνει” και δίνει μηνύματα και καινούργιες μεθόδους, μιας και πολλά πράγματα έχουν γαλουχηθεί από το θέατρο. Ας μην ξεχνάμε ότι εμείς οι Έλληνες σαν λαός εφηύραμε το θέατρο, με τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη και τον Αριστοφάνη, οι οποίοι διδάσκονται όχι μόνο στις δραματικές σχολές, αλλά σε όλα τα πανεπιστήμια του πλανήτη.