Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, η κάλυψη και υπέρβαση του επενδυτικού κενού και οι κρίσιμες διαπραγματεύσεις με τους εταίρους μας στην ΕΕ για τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους μέχρι το 2027 είναι ζητήματα που σίγουρα δεν αποκλείουν τη δημοκρατική διαδικασία των εκλογών.
Το να έχουμε όμως την επιθυμητή λύση σε κάθε ένα αυτά τα θέματα, απαιτεί οι εκλογές να έχουν ως αποτέλεσμα μια σταθερή κυβέρνηση 4ετίας (ανεξάρτητα από το αν θα είναι μονοκομματική ή κυβέρνηση συνεργασίας), η οποία θα πρέπει να έχει την απαραίτητη σύμπνοια και την κοινοβουλευτική δύναμη να παίρνει σοβαρές αποφάσεις.
Στο κομβικό θέμα της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας, οι εκπρόσωποι της Moody’s και της Fitch, κ.κ. Στέφεν Νταϊκ και Αλεξ Μουσκατέλι, οι οποίοι τοποθετήθηκαν την Τρίτη από το συνέδριο του Οικονομικού Επιμελητηρίου στην Αθήνα για την οικονομία, το είπαν καθαρά: η Αθήνα έχει τις προϋποθέσεις να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα. Ωστόσο, περιμένουμε τις πολιτικές εξελίξεις. Περιμένουμε να ακούσουμε την οικονομική πολιτική και το πώς αυτή θα εφαρμοστεί στην πράξη.
Με άλλα λόγια, η Ελλάδα θα δρασκελίσει το κατώφλι της επενδυτικής βαθμίδας που θα αναβαθμίσει οριζόντια την ελληνική οικονομία, αν η κυβέρνηση που θα εκλεγεί είναι βιώσιμη και συνεπής με τις οικονομικές της εξαγγελίες. Το στέλεχος της JP Morgan, τέως γενικός διευθυντής του ΟΔΔΗΧ Στέλιος Παπαδόπουλος, έδωσε και άλλον έναν λόγο για τον οποίο η πολιτική σταθερότητα θα έχει μεγάλη σημασία. Είπε ότι η ελάχιστη επενδυτική βαθμίδα, θα είναι το τέλος της αρχής για την Ελλάδα. Μετά την κατάκτηση της, η Ελλάδα θα συγκρίνεται με οικονομίες όπως η Ολλανδία και η Ισπανία. Συνεπώς, ο ισχυρότερος ανταγωνισμός θα απαιτήσει συνέχιση της βελτίωσης της οικονομίας ώστε κάποια στιγμή να αισθανθεί άνετα ανάμεσα στις οικονομίες αυτές.
Οι επενδύσεις
Οι επενδύσεις είναι ο δεύτερος τομέας που καλεί για πολιτική σταθερότητα. Οι προσπάθειες “εθνικοποίησης” της βιομηχανίας που έχουν ξεκινήσει οι ΗΠΑ, τις οποίες μοιραία θα ακολουθήσει και η ΕΕ, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη ελκυστικότητα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού, προϋποθέτουν σταθερή κυβέρνηση ώστε να μπορεί να δει “από μακριά” τις ευκαιρίες και να κάνει τις κατάλληλες κινήσεις για να τις αξιοποιήσει.
Η Ελλάδα, έχει γίνει από το 2019 προορισμός άμεσων ξένων επενδύσεων συνολικού ύψους 16 δισ. ευρώ, με το “κεφάλαιο” να αυξάνεται συνεχώς. Εκτός όμως από μια κυβέρνηση η οποία θα έχει τις κεραίες για να λαμβάνει τα μηνύματα που εκπέμπει η διεθνής οικονομία, θα πρέπει να υλοποιήσει το Ελλάδα 2.0 χωρίς αστοχίες και καθυστερήσεις. Από το 2021 μέχρι σήμερα η Ελλάδα έχει απορροφήσει πάνω από 3 δισ. πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Συνεπώς, η επόμενη κυβέρνηση θα έχει την αποστολή να απορροφήσει περίπου το 90% των πόρων που πρόκειται να διατεθούν μέχρι τα μέσα του 2026 προς την Ελλάδα.
Οι δημοσιονομικοί στόχοι
Ένα ακόμη δύσκολο έργο το οποίο θα πρέπει να φέρει σε πέρας η επόμενη κυβέρνηση είναι να οριστικοποιήσει με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τους δημοσιονομικούς στόχους της χώρας μέχρι και το 2027.
Σε αυτή τη φάση, η Ελλάδα έχει συστήσει με πρωτοβουλία του Πρωθυπουργού μια άτυπη “συμμαχία του Νότου” με την Ιταλία και την Πορτογαλία, για την αλλαγή των δημοσιονομικών κανόνων, που είναι το πρώτο στάδιο της διαπραγμάτευσης.
Το δεύτερο στάδιο, το οποίο αφορά κυρίως τις υπερχρεωμένες χώρες όπως η Ελλάδα, θα είναι η ποσοτικοποίηση των στόχων για το 2024-2027. Η Επιτροπή – ίσως για πρώτη φορά – δίνει επισήμως το περιθώριο σε χώρες που βρίσκονται σε εκλογική διαδικασία να διαπραγματευτούν με μια νέα κυβέρνηση.
Ωστόσο, να σημειωθεί ότι, είναι προφανές πως το Σεπτέμβριο, όταν αναμένεται να ξεκινήσει και η διαπραγμάτευση, η νέα ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να έχει μια σαφή εντολή από το εκλογικό σώμα και συνοχή πριν δεσμευτεί για μεταρρυθμίσεις, επενδύσεις, συγκεκριμένα όρια δαπανών και στόχους για χρέος και πρωτογενή πλεονάσματα για την επόμενη τετραετία.