-
Όλα τα πιθανά σενάρια
-
Οι αυξήσεις στα επιδόματα
-
Οι διαφορές Δημοσίου-Ιδιωτικού τομέα
Τα 700 ευρώ θα ξεπεράσει από ότι φαίνεται ο κατώτατος μισθός από την 1η Μαίου, σύμφωνα με τα σενάρια που εξετάζει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης. Οι αυξήσεις που θα γίνουν αφορούν πάνω από 700.000 εργαζόμενους.
Σύμφωνα με πληροφορίες το σενάριο που φαίνεται να επικρατεί στις συζητήσεις στο Μαξίμου προβλέπει αύξηση κατώτατου μισθού και ημερομισθίου κατά 6% από τον επόμενο μήνα, που μεταφράζεται σε 703 ευρώ το μήνα και 29,62 ευρώ την ημέρα αντίστοιχα, ενώ υπάρχει και το πιο αισιόδοξο σενάριο το οποίο προβλέπει αύξηση κατά 7-8% με το μηνιάτικο να κυμαίνεται μεταξύ 709,41 και 716,04 ευρώ και το ημερομίσθιο να φτάνει τα 31,07 με 31,98 ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή της αύξησης των κατώτατων αμοιβών στη χώρα βρίσκεται στην τελική ευθεία, καθώς έως την ερχόμενη εβδομάδα και συγκεκριμένα έως τις 15 Απριλίου το ΚΕΠΕ έχει προθεσμία να παραδώσει το οριστικό πόρισμα με γνώμονα πάντα τις προτάσεις των κοινωνικών εταίρων και των ινστιτούτων, ενώ 29 Απριλίου είναι ορισμένο το υπουργικό συμβούλιο όπου θα παρουσιαστεί και θα εγκριθεί η τελική πρόταση του υπουργού Εργασίας Κωστή Χατζηδάκη και θα ανακοινωθεί από τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση προτίθεται να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια, προκειμένου να έχει πλήρη εικόνα των διεθνών εξελίξεων που επηρεάζουν άμεσα και την πορεία της εγχώριας οικονομίας, τον πληθωρισμό αλλά και φυσικά την άνοδο των τιμών στα είδη πρώτης ανάγκης.
Στην παρούσα κατάσταση το ιδανικό για την κυβέρνηση, στην παρούσα κατάσταση, θα ήταν ο νέος κατώτατος μισθός να ξεπεράσει τα 700 ευρώ από την 1η Μαΐου, ποσό που αντιστοιχεί σε μια αύξηση κατά 5,6%.
Τα υπομνήματα των εργοδοτών
Σύσσωμη η εργοδοτική πλευρά ασκεί πίεση προς κάθε κατεύθυνση, ώστε με την αύξηση του κατώτατου μισθού από την 1η Μαΐου να υιοθετηθεί και ταυτόχρονη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά μιάμιση μονάδα.
Οι εκπρόσωποι των εργοδοτών δέχονται να γίνουν αυξήσεις, όμως σημαντικά μικρότερες σε σχέση με αυτές που αρχικά είχαν καταθέσει στο τραπέζι του διαλόγου τα ίδια τους τα Ινστιτούτα, μεταξύ 3% με 5%, λόγω του πολέμου που συνεχίζεται στην Ουκρανία.
Ακόμη η εργοδοτική πλευρά αναφέρει, ότι υψηλότερη αύξηση των κατώτατων απολαβών θα φέρει διαδοχικές αυξήσεις και θα υπονομεύσει την παραγωγικότητα, ενώ ζητούν να επανέλθει ο ορισμός του ύψους του κατώτατου μισθού στους κοινωνικούς εταίρους.
Στα υπομνήματα της πλειοψηφίας των επιστημονικών και εργοδοτικών φορέων εκφράζονται φόβοι πως μια πιθανή μεγάλη αύξηση του κατώτατου μισθού μπορεί να οδηγήσει σε παγίωση των πληθωριστικών πιέσεων και να δημιουργήσει αρνητικές επιδράσεις στην παραγωγικότητα.
Οι προτάσεις
Οι προτάσεις ξεκινούν από 2,7% (Τράπεζα της Ελλάδος) και φθάνουν έως και 18% (ΓΣΕΕ), με τους περισσότερους φορείς να συμφωνούν στην κάλυψη του πληθωρισμού. Από την πλευρά των εργοδοτικών φορέων, μάλιστα, επαναλαμβάνεται η πρόταση για μείωση του μη μισθολογικού κόστους, ενώ το ΙΟΒΕ επισημαίνει πως μια ήπια αύξηση θα μπορούσε να συνδυαστεί με μείωση των εισφορών αλλά και στοχευμένη επιδότηση των νοικοκυριών από το κράτος, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι νέοι κλυδωνισμοί που αναμένεται πως θα ασκήσουν πιέσεις στην αγοραστική δύναμη και στο επίπεδο διαβίωσης των νοικοκυριών.
Ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) και ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Ελλάδος (ΣΒΕ) στα τελικά υπομνήματα τους πρότειναν η αύξηση που θα δοθεί από την 1/5/2022 να ανέλθει στο 4% (πέραν της αύξησης του 2% που ισχύει από την 1/1/2022), επιμένοντας ότι το διαθέσιμο εισόδημα των χαμηλόμισθων θα αυξηθεί ακόμα περισσότερο αν δρομολογήσει η κυβέρνηση και τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα.
Η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (ΓΣΕΒΕΕ) και η Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ) θεωρούν αναγκαία την κάλυψη του πληθωρισμού, αλλά απέφυγαν να προσδιορίσουν ποσοστό αύξησης, προτάσσοντας τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι εκπρόσωποι των βιοτεχνών επιμένοντας ότι πρέπει να αυξηθούν οι μισθοί, αλλά ταυτόχρονα να μειωθεί το μη μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων και η φορολογία, προκριμένου να μην κλείσουν επιχειρήσεις το προσεχές διάστημα.
Τι ζητάει η ΓΣΕΕ
Την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ από την 1η Μαίου με ταυτόχρονη επαναφορά ορισμού του κατώτατου μισθού στους κοινωνικούς ζητάει η ΓΣΕΕ.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο της Συνομοσπονδίας, αν αφαιρεθούν οι ασφαλιστικές εισφορές, τότε τον Ιανουάριο του 2022 η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του καθαρού κατώτατου μισθού ξεπέρασε το 14% έναντι του Ιανουαρίου του 2021, όταν η αντίστοιχη ετήσια απώλεια τον Δεκέμβριο του 2021 ήταν 12,1%.
Σύμφωνα με πληροφορίες το τελικό σχέδιο θα παρουσιαστεί από τον υπουργό Εργασίας, Κωστή Χατζηδάκη, σε υπουργικό συμβούλιο στις 29 Απριλίου.
Ποια επιδόματα επηρεάζονται
Πάντως, η νέα αύξηση του κατώτατου μισθού θα συμπαρασύρει και μια σειρά από επιδόματα που συνδέονται με τις κατώτατες αποδοχές.
- Το επίδομα ανεργίας, το οποίο έφτασε στα 407 ευρώ από 399,25 ευρώ που ήταν τον Δεκέμβριο, θα δει νέα αυξηθεί, μετά τη νέα αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού τον Μάιο.
Μικρές αυξήσεις λόγω της αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού θα προκύψουν και για:
- Το ειδικό βοήθημα λήξης ανεργίας το οποίο ισούται με 13 ημερήσια επιδόματα ανεργίας
- Το ειδικό βοήθημα μετά από τρίμηνη παραμονή στα μητρώα των ανέργων: Ισούται με 15 ημερήσια επιδόματα ανεργίας
- Το ειδικό Βοήθημα σε όσους εξέτισαν ποινή στερητική της ελευθερίας
- Το ειδικό Βοήθημα λόγω Επίσχεσης Εργασίας ή Διακοπής Εργασιών: ισούται με 20 ημερήσια επιδόματα ανεργίας
- Το ειδικό εποχικό βοήθημα: Το ύψος του προκειμένου για οικοδόμους ορίζεται στο 70% του 37πλασίου του εκάστοτε ισχύοντος ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη, ενώ για τα επαγγέλματα των μουσικών – τραγουδιστών, ηθοποιών κλπ στο 70% του 25πλασίου του εκάστοτε ισχύοντος ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη
- Το βοήθημα Ανεργίας Αυτοτελώς και Ανεξαρτήτως Απασχολουμένων – Ασφαλισμένων.
- Αμετάβλητο θα παραμείνει το επίδομα μακροχρόνια ανέργου, το οποίο ανέρχεται σε 200 ευρώ και είναι σταθερό ποσό.
Χάσμα αμοιβών
Μεγάλο παραμένει το χάσμα αμοιβών ανάμεσα σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, με τους μισθούς των ιδιωτικών υπαλλήλων να υστερούν ως και 27,7% έναντι των δημοσίων υπαλλήλων.
Συγκεκριμένα ο μισθός ενός υπαλλήλου γραφείου στον ιδιωτικό τομέα, χωρίς ειδίκευση, ανέρχεται στα 781 ευρώ, καθαρά, ενώ στο Δημόσιο ξεπερνά τα 1.000 ευρώ (1.011ευρώ).
Στους εξειδικευμένους τεχνίτες του ιδιωτικού τομέα ο μισθός φτάνει στα 770 ευρώ καθαρά, ενώ για την ίδια κατηγορία το Δημόσιο δίνει μισθό 1.065 ευρώ.
Εκεί που υστερεί το Δημόσιο, με μικρή διαφορά ωστόσο, είναι στις αμοιβές των διευθυντικών στελεχών, που κυμαίνονται στα 1.445 ευρώ το μήνα (μέσος όρος), ενώ στον ιδιωτικό τομέα τα στελέχη έχουν μέσο καθαρό μηνιαίο μισθό 1.531 ευρώ.
Ερευνα
Οι διαφορές μισθών ανά κλάδο, ανά επάγγελμα και ανά ιδιοκτησιακό καθεστώς (δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα) καταγράφονται στην ειδική έρευνα που επεξεργάστηκε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛ.ΣΤΑΤ.) στο πλαίσιο των προτάσεων που κατατέθηκαν από τους επιστημονικούς φορείς σχετικά με τη νέα αύξηση που θα αποφασιστεί από την κυβέρνηση για τον κατώτατο μισθό και θα ισχύσει από 1η Μαίου 2022.
Η έρευνα έδειξε, ότι σε όλους τους κλάδους το χάσμα μισθών μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα παραμένει σημαντικό και αυτό δεν έχει να κάνει με το ότι δόθηκαν αυξήσεις στο Δημόσιο, καθώς κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ, αλλά με το γεγονός ότι οι αμοιβές στο Δημόσιο καθορίζονται με διαφορετική μεθοδολογία απ’ ό,τι στον ιδιωτικό τομέα.
Η απόσταση δηλαδή υπέρ του Δημοσίου ξεκίνησε από την αρχή και διατηρήθηκε διαχρονικά. Πριν από τα Μνημόνια μάλιστα οι μισθοί των διευθυντικών στελεχών στο Δημόσιο ήταν μεγαλύτεροι από αυτούς που εισέπρατταν τα διευθυντικά στελέχη του ιδιωτικού τομέα.
Μετά τα Μνημόνια και τις μειώσεις που έγιναν κατά κύριο λόγο με τις επιχειρησιακές συμβάσεις στους μισθούς των ιδιωτικών υπαλλήλων και το πάγωμα των προσαυξήσεων λόγω προϋπηρεσίας, το χάσμα μεγάλωσε και η απόσταση που χωρίζει σήμερα τον μέσο μισθό ενός δημοσίου υπαλλήλου από τον μέσο μισθό ενός εργαζομένου στον ιδιωτικό τομέα είναι κοντά στα 250 ευρώ το μήνα υπέρ του εργαζομένου στο Δημόσιο.
Σημειώνεται, ότι στα μνημονιακά χρόνια η μόνη περικοπή που έγινε στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων ήταν τα Δώρα, που αρχικά περιορίστηκαν στα 1.000 ευρώ το χρόνο και στη συνέχεια καταργήθηκαν. Μειώσεις βασικών μισθών δεν έγιναν, ούτε δόθηκαν όμως αυξήσεις, ενώ με το νέο μισθολόγιο του Δημοσίου, δόθηκαν και προσωπικές διαφορές για να μην υπάρξουν μειώσεις στις αποδοχές των υπαλλήλων.
Ανά είδος σύμβασης
Μεγάλο είναι το χάσμα αμοιβών και ανά είδος σύμβασης, καθώς στο σύνολο των μισθωτών (ιδιωτικού και δημόσιου τομέα) οι εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης έχουν κατά μέσο όρο 945 ευρώ καθαρά το μήνα, έναντι 396 ευρώ που είναι το μηνιάτικο για τους μερικώς απασχολούμενους.
14% λιγότερο αμείβονται οι γυναίκες
Χάσμα αμοιβών υπάρχει ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες της ίδιας κατηγορίας. Στο Δημόσιο οι μέσες αμοιβές των γυναικών υπαλλήλων ανέρχονται στα 1.022 ευρώ και υστερούν κατά 10% έναντι των ανδρών, που ανέρχονται στα 1.130 ευρώ.
Στον ιδιωτικό τομέα, αντίστοιχα, το χάσμα μισθών ανάμεσα στα δύο φύλα είναι μεγαλύτερο από αυτό του Δημοσίου.
Σύμφωνα με την ΕΛ.ΣΤΑΤ., οι μέσες αμοιβές των γυναικών στον ιδιωτικό τομέα ανέρχονται στα 710 ευρώ το μήνα καθαρά και υστερούν σχεδόν κατά 20% των ανδρών, που διαμορφώνονται στα 873 ευρώ.
Στις καλύτερες θέσεις του ιδιωτικού τομέα με ειδίκευση, σπουδές, εμπειρία, οι μισθοί των γυναικών ανέρχονται στα 1.365 ευρώ καθαρά το μήνα και των ανδρών στα 1.590 ευρώ, με τις γυναίκες να υστερούν κατά 14% έναντι των ανδρών.