Η οικονομική κατάσταση του μέσου πολίτη στην Ελλάδα σήμερα μπορεί να συνοψιστεί με μία λέξη: πίεση. Πίεση από τις αυξήσεις στις τιμές βασικών αγαθών, πίεση από τη δυσκολία εξεύρεσης ή διατήρησης μιας σταθερής και αξιοπρεπώς αμειβόμενης εργασίας, πίεση από την αβεβαιότητα για το μέλλον. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που δεν είναι νέο, όμως έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια, ιδίως μετά τις παγκόσμιες αναταράξεις που έφεραν η πανδημία, ο πόλεμος στην Ουκρανία και η γενικότερη ενεργειακή κρίση.
Η ακρίβεια ως καθημερινό βάρος
Το φαινόμενο της ακρίβειας έχει αγγίξει πλέον σχεδόν κάθε πτυχή της ζωής του πολίτη. Από τα βασικά είδη διατροφής μέχρι το κόστος στέγασης, ενέργειας και μετακίνησης, οι τιμές ανεβαίνουν με σταθερό ρυθμό, ενώ οι μισθοί παραμένουν, στην πλειοψηφία τους, στάσιμοι ή ανεπαρκείς για να ανταποκριθούν στο νέο κόστος ζωής.
Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες καταναλωτικών ινστιτούτων, το καλάθι της νοικοκυράς έχει αυξηθεί κατά 20%-30% σε σχέση με την προηγούμενη διετία, ενώ ο πληθωρισμός στα τρόφιμα ξεπέρασε σε ορισμένες περιπτώσεις το 10%. Τα προϊόντα πρώτης ανάγκης, όπως γάλα, λάδι, ψωμί, αλλά και καθαριστικά, χαρτικά, ακόμα και καύσιμα ή δημόσιες υπηρεσίες, κοστίζουν πια πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν.
Για μια οικογένεια με δύο παιδιά, ο μηνιαίος προϋπολογισμός έχει «ξεχειλώσει» επικίνδυνα. Οι γονείς, ακόμη κι αν εργάζονται και οι δύο, συχνά δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, πόσο μάλλον να αποταμιεύσουν ή να προγραμματίσουν ένα μέλλον με σταθερότητα και ασφάλεια.
Εργασία: Μεταξύ επισφάλειας και εξάντλησης
Ταυτόχρονα, η αγορά εργασίας εμφανίζει σημαντικές αντιφάσεις. Από τη μία, οι στατιστικές δείχνουν μείωση της ανεργίας. Από την άλλη, η ποιότητα της εργασίας που προσφέρεται είναι συχνά κατώτερη των αναγκών του εργαζομένου. Η μερική απασχόληση, οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου, η ελαστικοποίηση των ωραρίων, αλλά και η ανασφάλιστη εργασία σε αρκετούς κλάδους, δημιουργούν ένα περιβάλλον ανασφάλειας.
Πολλοί εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν πλέον το φαινόμενο του «εργαζόμενου φτωχού» – εργάζονται δηλαδή πολλές ώρες, ίσως και σε περισσότερες από μία δουλειές, αλλά το εισόδημά τους δεν επαρκεί για μια αξιοπρεπή διαβίωση. Ειδικά στους νέους, το φαινόμενο είναι ακόμη πιο έντονο: πολλοί απόφοιτοι πανεπιστημίων εργάζονται σε άσχετες ειδικότητες, με πολύ χαμηλές απολαβές, και ελάχιστες προοπτικές επαγγελματικής ανέλιξης.
Η τηλεργασία, που καθιερώθηκε σε μεγάλο βαθμό κατά την περίοδο της πανδημίας, δημιούργησε ελπίδες για ευελιξία και εξισορρόπηση προσωπικής και επαγγελματικής ζωής. Ωστόσο, στην πράξη, σε πολλές περιπτώσεις οδήγησε σε ακόμα μεγαλύτερη εξουθένωση, αφού τα όρια μεταξύ εργασίας και προσωπικού χρόνου έγιναν δυσδιάκριτα.
Οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες
Οι πιο ευάλωτες ομάδες, όπως οι άνεργοι, οι ηλικιωμένοι, οι μονογονεϊκές οικογένειες και οι μετανάστες, βιώνουν τις επιπτώσεις της ακρίβειας ακόμα πιο σκληρά. Η αύξηση στις τιμές των ενοικίων έχει οδηγήσει αρκετούς πολίτες είτε να συγκατοικούν, είτε να επιστρέφουν στο πατρικό τους, είτε –σε ακραίες περιπτώσεις– να ζουν στα όρια της φτώχειας ή ακόμη και της αστεγίας.
Οι συνταξιούχοι με χαμηλές συντάξεις βλέπουν τη δύναμη του εισοδήματός τους να μειώνεται μέρα με τη μέρα. Τα επιδόματα επαρκούν μόνο για στοιχειώδεις ανάγκες και οι δημόσιες δομές πρόνοιας είναι συχνά ανεπαρκείς ή δυσλειτουργικές. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται ένα κλίμα γενικευμένης απογοήτευσης και ματαίωσης, ειδικά στους πιο ηλικιωμένους που πίστευαν ότι είχαν «βγάλει τα δύσκολα».
Ο ψυχολογικός αντίκτυπος
Η οικονομική πίεση δεν είναι μόνο αριθμοί. Είναι και συναισθήματα. Το άγχος για την επιβίωση, η ανασφάλεια για το μέλλον, η αίσθηση ότι όσο και να προσπαθείς δεν αρκεί, δημιουργούν ένα διαρκές ψυχολογικό φορτίο. Τα ποσοστά κατάθλιψης, burnout και ψυχοσωματικών προβλημάτων έχουν αυξηθεί. Οι άνθρωποι νιώθουν κουρασμένοι, εξαντλημένοι και συχνά μόνοι απέναντι στις δυσκολίες.
Η κοινωνική συνοχή απειλείται όταν η οικονομική πίεση δημιουργεί ανισότητες και διχασμούς. Η δυσπιστία προς τους θεσμούς ενισχύεται, οι πολίτες απογοητεύονται από τις κυβερνητικές πολιτικές και αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα των μέτρων στήριξης. Η αναζήτηση εξιλαστήριων θυμάτων ή εύκολων λύσεων ενισχύει τις ακραίες φωνές, την πόλωση και την κοινωνική απομόνωση.
Η ανάγκη για μια νέα κοινωνική συμφωνία
Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι μόνο «πόσο θα διαρκέσει η κρίση» αλλά και «πώς μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε συλλογικά και δίκαια». Χρειάζεται μια νέα κοινωνική συμφωνία – όχι απλώς μέτρα ανακούφισης, αλλά στρατηγικές που θα ενισχύσουν το εισόδημα των νοικοκυριών, θα δημιουργήσουν σταθερές και αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας, και θα αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στο κράτος.
Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει:
Ενίσχυση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα και εφαρμογή συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ώστε να προσφέρουν καλύτερες αμοιβές και συνθήκες.
Έλεγχος των τιμών και ενίσχυση των μηχανισμών εποπτείας της αγοράς.
Προσιτή κατοικία, μέσα από κρατικές παρεμβάσεις ή επιδοτούμενα στεγαστικά προγράμματα.
Εκπαίδευση και κατάρτιση, ώστε οι εργαζόμενοι να μπορούν να μετακινηθούν σε πιο σταθερούς και δυναμικούς τομείς της οικονομίας.
Ψυχολογική και κοινωνική υποστήριξη μέσα από δίκτυα κοινωνικής πρόνοιας.
Το ζήτημα της ακρίβειας και της επισφάλειας στην εργασία δεν είναι απλώς οικονομικό. Είναι ζήτημα δημοκρατίας, αξιοπρέπειας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Όταν οι πολίτες νιώθουν ότι εργάζονται σκληρά αλλά δεν ανταμείβονται δίκαια, ότι προσπαθούν αλλά δεν τα καταφέρνουν, τότε η ίδια η έννοια της κοινωνικής κινητικότητας –η ιδέα ότι με προσπάθεια μπορείς να πας μπροστά– τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Tο αύριο, με ελπίδα αλλά και ευθύνη
Παρά τις δυσκολίες, υπάρχουν και θετικά δείγματα. Νέοι συνεταιρισμοί, κοινωνικές επιχειρήσεις, κινήσεις αλληλεγγύης, προγράμματα ενίσχυσης νέων επαγγελματιών, δείχνουν πως ένα άλλο μοντέλο είναι εφικτό. Η τεχνολογία, αν αξιοποιηθεί σωστά, μπορεί να ανοίξει δρόμους για απομακρυσμένη εργασία, νέες δεξιότητες, νέες μορφές απασχόλησης.
Αλλά για να έχει πραγματικό αντίκτυπο, κάθε θεσμική καινοτομία πρέπει να έχει στο κέντρο της τον άνθρωπο: όχι απλώς ως καταναλωτή ή ψηφοφόρο, αλλά ως εργαζόμενο, γονιό, νέο, ηλικιωμένο, πολίτη με όνειρα και ανάγκες.
Η οικονομική κατάσταση των πολιτών δεν θα βελτιωθεί με ευχολόγια ούτε με αποσπασματικά μέτρα. Χρειάζεται όραμα, σχέδιο και –πάνω απ’ όλα– η πολιτική βούληση να σταθεί το κράτος δίπλα στον πολίτη, όχι απέναντί του.