Τη μείωση των επιτοκίων της κατά 0,25% αποφάσισε το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) -με σχεδόν πλήρη ομοφωνία πλην ενός- κατά τη σημερινή του συνεδρίαση.
Η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ απέφυγε να προαναγγείλει την έναρξη ενός καθοδικού κύκλου των επιτοκίων, δίνοντας «ραντεβού τον Σεπτέμβριο» για την επόμενη απόφαση μετά την αξιολόγηση των δεδομένων που θα έχει μέχρι τότε στη διάθεση της η Κεντρική Τράπεζα.
Η Κριστίν Λαγκάρντ, στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που ακολούθησε της συνεδρίασης, διαβεβαίωσε ότι η Κεντρική Τράπεζα είναι αποφασισμένη να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει εγκαίρως στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%. «Θα διατηρήσουμε τα βασικά επιτόκια επαρκώς περιοριστικά για όσο χρονικό διάστημα είναι απαραίτητο για την επίτευξη αυτού του στόχου. Θα συνεχίσουμε να ακολουθούμε μια προσέγγιση που εξαρτάται από τα δεδομένα και από συνεδρίαση σε συνεδρίαση για τον καθορισμό του κατάλληλου επιπέδου των επιτοκίων» υπογράμμισε χαρακτηριστικά.
Ειδικότερα, όπως εξήγησε, οι αποφάσεις για τα επιτόκια θα βασίζονται στην εκτίμηση της ΕΚΤ για τις προοπτικές του πληθωρισμού υπό το πρίσμα των οικονομικών και χρηματοπιστωτικών δεδομένων, της δυναμικής τού υποκείμενου πληθωρισμού και της ισχύος της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. «Δεν δεσμευόμαστε εκ των προτέρων σε μια συγκεκριμένη πορεία επιτοκίων» είπε η κυρία Λαγκάρντ.
Άλλωστε ο πληθωρισμός αναμένεται να κυμανθεί γύρω από τα τρέχοντα επίπεδα για το υπόλοιπο του έτους, κυρίως εξαιτίας των τιμών στην ενέργεια. Στη συνέχεια αναμένεται να μειωθεί προς τον στόχο της ΕΚΤ κατά το δεύτερο εξάμηνο του επόμενου έτους, λόγω της ασθενέστερης αύξησης του κόστους εργασίας, των εκτυλισσόμενων επιπτώσεων της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής και της εξασθένησης των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης και της πανδημίας.
Το Διοικητικό Συμβούλιο επιβεβαίωσε, επίσης σήμερα, ότι θα μειώσει το απόθεμα των ομολόγων που έχει αποκτήσει η ΕΚΤ στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς τίτλων έκτακτης ανάγκης για πανδημία (PEPP) κατά 7,5 δισ. ευρώ ανά μήνα κατά μέσο όρο το δεύτερο εξάμηνο του έτους.
Όσον αφορά στους παράγοντες που συνέβαλαν στη σημερινή απόφαση για μείωση των επιτοκίων, όπως ανέφερε η επικεφαλής της ΕΚΤ, ο πληθωρισμός έχει μειωθεί κατά περισσότερες από 2,5 ποσοστιαίες μονάδες και οι προοπτικές για τον πληθωρισμό έχουν βελτιωθεί αισθητά. Ο υποκείμενος πληθωρισμός έχει επίσης υποχωρήσει, ενισχύοντας τις ενδείξεις ότι οι πιέσεις στις τιμές έχουν εξασθενήσει, και οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό έχουν μειωθεί. Η νομισματική πολιτική διατήρησε τις συνθήκες χρηματοδότησης περιοριστικές. Η αποδυνάμωση της ζήτησης και η εδραιωμένες εκτιμήσεις για την πορεία του πληθωρισμού, συνέβαλε σημαντικά στην επαναφορά του πληθωρισμού προς τα κάτω.
Οι τελευταίες προβλέψεις της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό έχουν αναθεωρηθεί προς τα πάνω για το 2024 και το 2025 σε σύγκριση με τις προβολές του Μαρτίου. Οι επιτελείς βλέπουν τώρα ότι ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο στο 2,5% το 2024 (από 2,3% που ήταν η πρόβλεψη Μαρτίου) στο 2,2% το 2025 (από 2%) και στο 1,9% το 2026. Η οικονομική ανάπτυξη αναμένεται να επιταχυνθεί στο 0,9% (από 0,6% που ήταν η πρόβλεψη Μαρτίου) το 2024, στο 1,4% (από 1,5%) το 2025 και στο 1,6% το 2026.
Μετά τη σημερινή απόφαση τα βασικό επιτόκιο καταθέσεων διαμορφώνεται στο 3,75% από 4% και το βασικό επιτόκιο αναχρηματοδότησης στο 4,25% από 4,5%, σηματοδοτώντας την έναρξη του καθοδικού κύκλου τους.