18.5 C
Athens
Τετάρτη, 26 Μαρτίου, 2025
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Μυτιλήνη: Στο Μουσείο Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, στην 91η επέτειο από τον θάνατο του

    «Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ δεν ζωγράφιζε για ένα πιάτο φαί. Ζωγράφιζε γιατί έτσι έκανε αυτό που ήθελε. Κι επειδή δεν τον πλήρωναν ζητούσε τουλάχιστον το φαγητό της ημέρας» λέει, μιλώντας στο ΑΠΕ ΜΠΕ, η υπάλληλος του Δημοτικού Μουσείου Θεοφίλου στη Βαρειά της Μυτιλήνης Ράνια Μακροπούλου.

    Η κ. Μακροπούλου μας ξεναγεί 24 Μαρτίου, ανήμερα της 91ης επετείου του θανάτου του μεγάλου λαϊκού ζωγράφου στο μικρό μουσείο που έφτιαξε το 1964, ο γνωστός τεχνοκριτικός Στρατής Ελευθεριάδης Teriade για να στεγάσει τα έργα του «φουστανελά» ζωγράφου. Στη Βαρειά, ένα προάστιο της Μυτιλήνης, όπου γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά του χρόνια ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, στο «Θεοφράστειο» ελαιώνα όπου βρισκόταν και η πατρογονική οικία του.

    Το 1965 το Μουσείο μαζί με 86 πίνακες από την ιδιωτική του συλλογή δωρίθηκαν στο Δήμο της Μυτιλήνης και από τότε λειτουργεί ως Δημοτικό Μουσείο.

    Για την απόκτηση της συλλογής αυτής ο ίδιος ο Τεριάντ είχε πει:

    «[…]Μια μέρα στις αρχές του 1928, βρέθηκα στο ατελιέ του Γουναρόπουλου στο Παρίσι. Εκεί βρισκόταν ακουμπισμένη πάνω σ’ ένα τραπέζι η φωτογραφία ενός έργου λαϊκού ζωγράφου που μου τράβηξε αμέσως την προσοχή και ρώτησα τον Γουναρόπουλο αν ήξερε ποιος ήταν αυτός που είχε κάνει το έργο. Ο Γουναρόπουλος, σχεδόν αδιάφορα, μου απήντησε: ‘Ένας γνωστός μου συλλέκτης από τον Βόλο μου έστειλε την φωτογραφία. ‘Αλλες λεπτομέρειες δεν ξέρω’.

    Έφυγα από το ατελιέ του Γουναρόπουλου χωρίς να μάθω ούτε το όνομα, ούτε την καταγωγή του έργου της φωτογραφίας.

    Πέρασε πολύς καιρός χωρίς να μάθω τίποτα.

    Καμία υποψία, ότι ο ζωγράφος αυτός ήταν από τη Μυτιλήνη. Ύστερα από τρία τέσσερα χρόνια κατέβηκα στην Ελλάδα και πήγα στη Μυτιλήνη να δω τον πατέρα μου. Ένα απόγευμα, μπαίνοντας σ’ ένα καφενείο, είδα μια ζωγραφιά πάνω σ’ ένα τοίχο που μου θύμισε το έργο της φωτογραφίας. Ζήτησα πληροφορίες από τους θαμώνες. ‘Είναι ένας αλήτης -μου είπαν- που τριγυρνάει στα χωριά και ζωγραφίζει στα καφενεία για ένα ποτήρι κρασί’. Τότε, για καλή μου τύχη, είχε σταματήσει τις περιπλανήσεις του κι είχε εγκατασταθεί στη Μυτιλήνη. Φυσικά έσπευσα να τον συναντήσω. Θυμάμαι, αισθάνθηκα μεγάλη έκπληξη, όταν τον πρωτογνώρισα. Ήταν τόσο γραφικός έτσι όπως ήταν ντυμένος και τόσο αγνός.

    Του ζήτησα να μου κάνει έργα, γιατί φοβόμουνα πως εκείνα που είχε κάνει στους τοίχους θα εξαφανιζόντουσαν αργότερα. Τα έργα του μου άρεσαν πολύ, είχαν μια δροσιά, αλλά και κείνη την ποιότητα που μόνο στις αληθινές καλλιτεχνικές δημιουργίες συναντάει κανείς.

    Ως το θάνατο του έκανε έργα που τα έδινε στον πατέρα μου…[…]».

    Το Μουσείο Θεοφίλου έργο του αρχιτέκτονα Γιώργου Γιαννουλέλλη, είναι κτισμένο με μυτιληνιά ηφαιστειογενή πέτρα, αποτελείται από τέσσερις συνεχόμενες αίθουσες. Τα θέματα των πινάκων την πρώτη έκθεση των οποίων επιμελήθηκε Γιάννης Τσαρούχης, είναι παρμένα από την ιστορία, τη μυθολογία, τη λαογραφία. Αναπαριστούν επίσης σκηνές από την καθημερινή ζωή, ενδυμασίες, τοπία κ.ά. Μεγάλο ενδιαφέρον έχουν οι πίνακες του μεγάλου καλλιτέχνη που αναφέρονται στη Λέσβο. Τοπιογραφίες, σκηνές της καθημερινής και αγροτικής ζωής, όπως το μάζεμα της ελιάς, ο θέρος, το ψάρεμα αναπαριστούν με τον πιο γλαφυρό και περιγραφικό τρόπο τη Λέσβο των αρχών του 20ου αιώνα.

    Ο ζωγράφος Θεόφιλος (1867-1934) θεωρείται ως ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς Έλληνες λαϊκούς ζωγράφους. Γεννημένος στη Βαρειά της Λέσβου, ο ζωγράφος Θεόφιλος επέδειξε σε νεαρή ηλικία ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη ζωγραφική, πάνω στη οποία απέκτησε βασικές γνώσεις δίπλα στον αγιογράφο παππού του.

    Η ζωγραφική είναι αυτή που τον οδήγησε, παιδί ακόμα, στη Σμύρνη, που για την εκεί ζωή του πολλά «θρυλούνται», χωρίς σχεδόν τίποτα να ‘ναι βεβαιωμένο, εκτός απ’ το γεγονός ότι εκεί βρίσκει το κατάλληλο κλίμα για να εκδηλώσει ελεύθερα την κλίση του στη ζωγραφική και να δημιουργήσει έτσι την πρώτη περίοδο του έργου του η οποία είναι εντελώς άγνωστη. Από τη Σμύρνη ο Θεόφιλος φεύγει για να βρεθεί στο Πήλιο, όπου επί 30 χρόνια, μέσα στη φτώχεια και τη μιζέρια, περιπλανάται στα χωριά, ντυμένος άλλοτε Τσολιάς κι άλλοτε Μεγαλέξανδρος, αφηγούμενος απορίες των απελευθερωτικών αγώνων του Έθνους, παίζοντας θέατρο και δημιουργώντας τη θαυμάσια ζωγραφική της δεύτερης περιόδου, μέσα σ’ έναν κόσμο που τον περιγελούσε, τον πείραζε και που εκείνος όμως αγαπούσε με μια απέραντη ανεξικακία.

    Μετά την απελευθέρωση της Λέσβου το 1912, επιστρέφει στη Μυτιλήνη για να ολοκληρώσει τον κύκλο της ζωγραφικής του και να δημιουργηθεί η τρίτη και τελευταία περίοδο της ζωγραφικής του μέχρι το Μάρτιο του 1934 οπότε και πεθαίνει. Μιας ζωγραφικής που την χαρακτηρίζει η ζωντάνια, η δροσιά, ο αυθορμητισμός, η χρωματική ευφορία. Μια ζωγραφική στην οποία ανακατεύονται συχνά μ’ ένα τρόπο διασκεδαστικό, αλλά ταυτόχρονα και συγκινητικό, ερωτευμένες κοπέλες, παλικάρια, πόλεμοι, ναυμαχίες, ειδυλλιακές σκηνές.

    ‘Οσοι ασχολήθηκαν με τις ζωγραφιές του Θεόφιλου υπογράμμισαν, με ιδιαίτερη έμφαση, τις καθαρά ζωγραφικές αρετές του έργου του: Τη χρωματική του ποιότητα. Τον πλούτο των χρωμάτων και των σπάνιων τόνων τους. Τη λεπτότητα και την ευγένεια των τόνων αυτών. Και τέλος τη θαυμάσια χρήση του ελληνικού φωτός.

    Related Articles

    ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

    εισάγετε το σχόλιό σας!
    παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

    - Advertisement -spot_img

    Latest Articles