«Δεν μπορούμε να μιλάμε για πραγματική και βιώσιμη ανάπτυξη, εάν δεν διασφαλίσουμε την ισότιμη συμμετοχή των γυναικών στην επιχειρηματικότητα». Αυτό υπογράμμισε η Α’ αντιπρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών (ΕΒΕΑ) και εκτελεστική αντιπρόεδρος Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού (ΙΜΕ) Σοφία Κουνενάκη Εφραίμογλου μιλώντας στο 1ο Παγκρήτιο Συνέδριο Γυναικείας Επιχειρηματικότητας που πραγματοποιείται στο Ρέθυμνο. Η κυρία Εφραίμογλου υπογράμμισε ότι, ένα πλέγμα σύνθετων, βαθιά ριζωμένων και διαχρονικών διαρθρωτικών εμποδίων, εξακολουθούν να περιορίζουν τις ίσες ευκαιρίες, παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί σε επιμέρους τομείς και εστίασε στις στοχευμένες παρεμβάσεις που απαιτούνται για την ισότιμη συμμετοχή των γυναικών στην επιχειρηματικότητα.
Τα εμπόδια
Τα εμπόδια, όπως τα απαρίθμησε η κυρία Εφραίμογλου είναι:
Πρώτον, τα κοινωνικά στερεότυπα και οι παγιωμένες αντιλήψεις για τον ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία επηρεάζουν άμεσα και έμμεσα τις επαγγελματικές της επιλογές. Η κοινωνία συχνά βλέπει τη γυναίκα πρωτίστως ως φροντίστρια, μητέρα, σύζυγο – και δευτερευόντως ως ηγέτιδα, επιχειρηματία, επιστήμονα. Αυτές οι αντιλήψεις επηρεάζουν όχι μόνο τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται η γυναίκα από τους άλλους, αλλά και το πώς αντιλαμβάνεται η ίδια τις δυνατότητές της. Η εσωτερίκευση των στερεοτύπων, ο φόβος της αποτυχίας και η έλλειψη προτύπων λειτουργούν ανασταλτικά για πολλές γυναίκες, ακόμη και όταν έχουν τα απαραίτητα προσόντα και το όραμα.
Δεύτερον, οι οικογενειακές υποχρεώσεις παραμένουν ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για τις γυναίκες που επιθυμούν να αναπτυχθούν επαγγελματικά ή να επιχειρήσουν. Σύμφωνα με στοιχεία της ICAP, το 88% των γυναικών σε θέσεις ευθύνης αναγνωρίζουν ότι το βάρος της οικογένειας – και κυρίως η ανισοκατανομή αυτού του βάρους – αποτελεί τον σημαντικότερο ανασταλτικό παράγοντα για την επαγγελματική τους εξέλιξη. Η έλλειψη δομών φροντίδας παιδιών, η ανεπαρκής γονική άδεια για τους πατέρες και η απουσία ευέλικτων ωραρίων συνθέτουν ένα περιβάλλον που λειτουργεί σε βάρος της ισότητας.
Τρίτον, η περιορισμένη πρόσβαση σε χρηματοδότηση αποτελεί ένα από τα πιο επίμονα και αντικειμενικά εμπόδια για τις γυναίκες επιχειρηματίες. Πάνω από το 80% των γυναικών που επιχειρούν βασίζονται σε οικογενειακούς ή ίδιους πόρους για να ξεκινήσουν ή να διατηρήσουν την επιχείρησή τους. Ακόμα και όταν τα επιχειρηματικά τους σχέδια είναι πλήρως τεκμηριωμένα και συχνά υψηλότερης ποιότητας από αντίστοιχα ανδρών, οι γυναίκες λαμβάνουν κατά 20% λιγότερη χρηματοδότηση. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι απλώς ζήτημα αριθμών, αλλά βαθύτερης έλλειψης εμπιστοσύνης στο γυναικείο management από πλευράς επενδυτών και χρηματοδοτικών φορέων – ένα φαινόμενο που αναπαράγει την ίδια ανισότητα που υποτίθεται ότι προσπαθούμε να εξαλείψουμε.
Τέταρτον, η έλλειψη πρόσβασης σε δίκτυα και καθοδήγηση (mentoring) είναι μια παράμετρος που συχνά υποτιμάται, αλλά είναι εξαιρετικά κρίσιμη. Οι γυναίκες επιχειρηματίες έχουν λιγότερες ευκαιρίες για δικτύωση, υποστήριξη, ανταλλαγή εμπειριών και ανάπτυξη στρατηγικών συνεργασιών. Η απουσία αυτών των εργαλείων δημιουργεί απομόνωση και μειώνει τη δυνατότητα να μάθουν από τις εμπειρίες άλλων ή να αποκτήσουν πρόσβαση σε πολύτιμους πόρους και γνώση.
Τέλος, η ψηφιακή ανισότητα ενισχύει τον αποκλεισμό των γυναικών από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες και πιο επικερδείς αγορές. Οι γυναίκες εξακολουθούν να υστερούν σε ψηφιακές δεξιότητες, σε εκπροσώπηση σε τεχνολογικούς κλάδους και στη χρήση εργαλείων επαγγελματικής προβολής. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του δείκτη Women in Digital της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα βρίσκεται χαμηλά στην κατάταξη, με σημαντικό ποσοστό γυναικών που δεν έχουν χρησιμοποιήσει ποτέ το διαδίκτυο. Επιπλέον, οι γυναίκες είναι λιγότερο παρούσες σε επαγγελματικά κοινωνικά δίκτυα όπως το LinkedIn, περιορίζοντας έτσι τις ευκαιρίες για προβολή, δικτύωση και εύρεση επαγγελματικών συνεργασιών.