Η στεγαστική κρίση στην Ελλάδα έχει μετατραπεί από συγκυριακό πρόβλημα σε μόνιμη κοινωνική πρόκληση, επηρεάζοντας νοικοκυριά, νέους, εργαζόμενους και δημόσιους λειτουργούς. Παρά τις πρόσφατες εξαγγελίες για επιδοτήσεις και προγράμματα ανακαίνισης, η ουσία της πολιτικής κρίνεται στη δυνατότητα των μέτρων να αυξήσουν την πραγματική προσφορά κατοικίας και να διασφαλίσουν προσιτή στέγαση.
Η ανακοίνωση νέων στεγαστικών μέτρων στην Ελλάδα έχει προκαλέσει εύλογες προσδοκίες, ωστόσο η πραγματική αποτελεσματικότητα εξαρτάται από το εάν οι παρεμβάσεις θα λειτουργήσουν με ρεαλιστικά δεδομένα και θα αποδώσουν μετρήσιμο κοινωνικό αποτέλεσμα. Παράλληλα, αναμένεται η εξειδίκευση τους ώστε να γίνει σαφές πώς θα εφαρμοστούν, ποιο το εύρος τους και ποιο το πραγματικό όφελος για τους πολίτες.
Πρόγραμμα ανακαίνισης κλειστών κατοικιών
Ένα από τα βασικά μέτρα είναι η επιδότηση της ανακαίνισης κλειστών κατοικιών, με ποσά που φτάνουν έως το 90% του κόστους, σε προϋπολογισμό 400 εκατ. ευρώ. Στόχος είναι η αναβάθμιση παλαιών ακινήτων και η επανένταξή τους στην αγορά μακροχρόνιας μίσθωσης. Η μέγιστη επιδότηση ανά κατοικία ορίζεται στα 36.000€, ενώ το εισοδηματικό όριο συμμετοχής καθορίζεται στις 35.000€ για ζευγάρι, με προσαύξηση 5.000€ για κάθε παιδί.
Το πρόγραμμα στοχεύει στην ενεργοποίηση 30.000 – 35.000 κλειστών κατοικιών. Ωστόσο, αν διαιρεθεί ο προϋπολογισμός με τον αριθμό των ακινήτων, η μέση επιδότηση ανά κατοικία κυμαίνεται από 11.428€ έως 13.333€, ποσό σημαντικά χαμηλότερο από το ανώτατο όριο, εγείροντας ερωτήματα για την επάρκεια της στήριξης.
Το κρίσιμο ερώτημα της επάρκειας της επιδότησης
Οι περισσότερες κλειστές κατοικίες είναι ηλικίας 45–55 ετών και η ανακαίνισή τους απαιτεί πλήρη αντικατάσταση ηλεκτρολογικών και υδραυλικών εγκαταστάσεων, ενεργειακές παρεμβάσεις, ανακαίνιση κουζίνας και λουτρού, καθώς και ενίσχυση φθαρμένων δομικών στοιχείων. Στην πράξη, το κόστος υπερβαίνει συχνά τα 300€/τ.μ., ειδικά στις μεγάλες πόλεις. Επιπλέον, οι δυνατότητες ιδιωτικής χρηματοδότησης περιορίζονται σε ένα μικρό και οικονομικά ισχυρό τμήμα του πληθυσμού.
Ζήτημα προσφοράς, χρόνου και τιμών
Η επιτυχία του μέτρου εξαρτάται από:
- Τον αριθμό κατοικιών που θα επανέλθουν στην αγορά
- Τον χρονικό ορίζοντα ολοκλήρωσης
- Τις περιοχές εφαρμογής και τα επίπεδα ενοικίων
Χωρίς σαφή γεωγραφική στόχευση, όρια ενοικίων και διάρκεια υποχρεωτικής διάθεσης σε μακροχρόνια μίσθωση, υπάρχει κίνδυνος τα μέτρα να αναβαθμίσουν μόνο την αξία ιδιωτικών ακινήτων, χωρίς ουσιαστικό κοινωνικό όφελος.
Σύγκριση με επιτυχημένα προγράμματα στο εξωτερικό
Η Κύπρος, για παράδειγμα, εφαρμόζει πρόγραμμα «Ανακαινίζω – Ενοικιάζω» με επιδότηση 15.000€ – 35.000€, συνδυασμένη με φορολογικά κίνητρα, για διάθεση κατοικιών σε μειωμένο ενοίκιο για τουλάχιστον τέσσερα χρόνια. Το μέτρο στοχεύει στην κάλυψη στεγαστικών αναγκών νοικοκυριών χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, με σαφή κοινωνικό προσανατολισμό.
Προβλήματα στην εφαρμογή των μέτρων
Η επιστροφή δύο ενοικίων ετησίως σε 50.000 εκπαιδευτικούς, νοσηλευτές και γιατρούς εκτός Αττικής και Θεσσαλονίκης αναδεικνύει αδικία, καθώς οι ίδιοι επαγγελματίες στα μεγάλα αστικά κέντρα αντιμετωπίζουν ίση ή μεγαλύτερη στεγαστική πίεση, χωρίς αντίστοιχη στήριξη.
Επιπλέον, η έλλειψη ακριβών δεδομένων για τα πραγματικά ενοίκια και η χρήση μη ρεαλιστικών υπολογισμών (π.χ. μέσο ενοίκιο 250€) υπονομεύει την αποτελεσματικότητα κάθε μέτρου. Χωρίς ρεαλιστικές βάσεις, οι επιδοτήσεις δεν φτάνουν σε όσους τις έχουν πραγματικά ανάγκη.
Επενδυτικά κίνητρα και κοινωνικό όφελος
Μέτρα όπως η αναβάθμιση δημοτικών και κρατικών κτιρίων ή οι πολεοδομικές ρυθμίσεις για μετατροπή ανενεργών κτιρίων σε κατοικίες φαίνεται να επικεντρώνονται περισσότερο στην προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων παρά στη διασφάλιση προσιτής στέγης. Χωρίς δεσμευτικά όρια ενοικίων και γεωγραφική στόχευση, η επένδυση μπορεί να μην μεταφραστεί σε ουσιαστικό κοινωνικό όφελος.
Η στεγαστική πολιτική στην Ελλάδα χρειάζεται σαφή δεδομένα, δεσμευτικά χρονοδιαγράμματα, μετρήσιμους στόχους και κυρίως έναν σταθερό προσανατολισμό: η κατοικία πρέπει να υπηρετεί πρώτα το κοινωνικό αγαθό και μετά την επενδυτική λογική. Χωρίς αυτά, ακόμη και τα πιο φιλόδοξα μέτρα κινδυνεύουν να μείνουν αποσπασματικά ή να ενισχύσουν τις τιμές αντί να ανακουφίσουν τους ενοικιαστές.

