Διάγραμμα που δημοσίευσε η Eurostat παρουσιάζει με τον πιο εμφανή τρόπο το τι ζουν τα ελληνικά νοικοκυριά σε σχέση με την ακρίβεια που μαστίζει καθημερινά τις ζωές των περισσότερων πολιτών.
Το 26,3% των ελληνικών νοικοκυριών είδε μείωση στο εισόδημά του
Συγκεκριμένα, τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Αρχής δείχνουν ότι μόλις το 6,9 % των ελληνικών νοικοκυριών αύξησε το εισόδημά του το 2021, σε σχέση με το 2020. Αυτή μάλιστα ήταν η 2η χειρότερη επίδοση μετά την Ιταλία. Στον αντίποδα το 26,3% είδε μείωση εισοδήματος, επίδοση που είναι 2η χειρότερη μετά την αντίστοιχη στην Κύπρο.
Το δυστύχημα είναι ότι όλα αυτά συμβαίνουν σε μία περίοδο που οι πολίτες βλέπουν τα εισοδήματά τους “κουρεμένα” εξαιτιάς του πληθωρισμού, σχεδόν κατά 10%, ενώ για τη χρονιά που έρχεται οι προβλέψεις δείχνουν ότι πρόκειται να μειωθεί κατά 5% ακόμη.
Ακόμη, δηλαδή, και οι αυξήσεις που αναμένονται το Μάιο στον κατώτατο μισθό ή οι αυξήσεις στις συντάξεις που έρχονται, με βάση τη σχετική ρύθμιση, από το Φεβρουάριο και θα είναι στο 7,8%, δεν αρκούν για να καλύψουν το χαμένο έδαφος. Σε όλα αυτά βεβαια θα πρέπει να προσθέσει κανείς κι άλλα δυο στοιχεία:
- – Το ότι η αύξηση σε σχέση με πέρυσι το καλοκαίρι των τιμών ενέργειας αφαιρεί κατά μέσο όρο δύο μισθούς από κάθε νοικοκυριό, κι αυτό παρά τις επιδοτήσεις. (Οι τιμές μετά τις ενισχύσεις από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης παραμένουν σημαντικά πιο ακριβές. σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2021. Είναι ενδεικτικό ότι η τιμή της κιλοβατώρας της ΔΕΗ για το σταθερό της τιμολόγιο το πρώτο εξάμηνο του 2021 ήταν στα 11 λεπτά, όταν τώρα, μετά τις επιδοτήσεις, οι τιμές διαμορφώνονται για τα βασικά τιμολόγια της ΔΕΗ – Γ1 – αλλά και των άλλων παρόχων, μεταξύ των 16-18 λεπτών ανά κιλοβατώρα).
- – Οι ανατιμήσεις στα τρόφιμα και τα βασικά είδη είναι πολλαπλάσιες του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. Κινούνται, σε ποσοστά, με βάση την ΕΛΣΤΑΤ, πάνω του 12%, με πολλούς παράγοντες του λιανεμπορίου να τοποθετούν τις ανατιμήσεις σε ακόμη πιο υψηλό επίπεδο.
Άλλωστε, όπως αναφέρει το ΙΝΕ ΓΣΕΕ, η ακρίβεια έχει ασύμμετρες επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών, επειδή η ποσότητα και η σύνθεση των αγαθών και των υπηρεσιών που καταναλώνουν διαφέρουν ανάλογα με το εισόδημά τους.
Από τα στοιχεία παρατηρείται μια αξιοσημείωτη διαφοροποίηση της διάρθρωσης της δαπάνης μεταξύ των νοικοκυριών ανάλογα με το αν τα αγαθά και οι υπηρεσίες που καταναλώνουν είναι πρώτης ανάγκης ή όχι.
Ειδικότερα, όσον αφορά τα νοικοκυριά που ανήκουν στα πιο χαμηλά εισοδήματα οι δαπάνες στην ομάδα “στέγαση” αντιπροσωπεύουν το 38,6% της συνολικής κατανάλωσής τους, έναντι 28,7% των πλουσιότερων νοικοκυριών. Αντίστοιχα, οι δαπάνες στην ομάδα “τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά” αντιπροσωπεύουν το 22,2% της κατανάλωσης των φτωχότερων νοικοκυριών, έναντι 17,6% των πλουσιότερων.