Έλληνες τραπεζίτες και οι καμπύλες στην αγορά προεξοφλούν άνοδο του βασικού επιτοκίου καταθέσεων της ΕΚΤ κατά 75 μονάδες βάσης στη συνεδρίαση της 27ης Οκτωβρίου. Εάν αυτό συμβεί, τότε το βασικό επιτόκιο θα φτάσει στο 1,5%, καλύπτοντας, ουσιαστικά μέσα σε τρεις μήνες, το μεγαλύτερο μέρος μέχρι το ύψος του λεγόμενου επιτοκίου ισορροπίας, που υπολογίζεται πάνω από το 2%.
Τραπεζικά στελέχη και αναλυτές εκτιμούν ότι το βασικό επιτόκιο θα ισορροπήσει στο 2,25%-2,50%. Αυτό, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξουν ανατροπές σε γεωπολιτικό επίπεδο, με σημαντική επίπτωση στις τιμές ενέργειας και την ανάπτυξη. Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται και από τις καμπύλες αποδόσεων και τα κόστη στα swap επιτοκίων και πληθωρισμού σε μακροχρόνιες διάρκειες, που βλέπουν το μακροχρόνιο επιτόκιο για τα 10ετή γερμανικά ομόλογα γύρω στο 4%.
Η ελληνική αγορά
Η απότομη και μεγάλη αύξηση επιτοκίων έχει εκτινάξει τη ζήτηση για στεγαστικά δάνεια με σταθερό επιτόκιο, προκειμένου να “κλειδώσουν” τις δόσεις σε όσο το δυνατόν χαμηλότερα επίπεδα. Τον Αύγουστο το 60% των εκταμιεύσεων αφορούσε στεγαστικά με σταθερό επιτόκιο, σημειώνοντας το υψηλότερο ποσοστό από τότε που προωθούσαν οι τράπεζες τα δάνεια αυτά. Τότε το ποσοστό αυτό ξεκίνησε από περίπου 30% και έφτασε μέχρι το 55%.
Όμως τα σημερινά σταθερά επιτόκια στα στεγαστικά, που είναι γύρω στο 3,5%, δεν θα διατηρηθούν σε αυτά τα επίπεδα, σύμφωνα με τις τράπεζες, και ενδεχομένως να τα δούμε στο 6%-6,5% ή υψηλότερα το 2023. Από την άλλη, τα κυμαινόμενου επιτοκίου θα διατηρούνται χαμηλότερα κατά 2-2,5 μονάδες, ώστε να υπάρχει εναλλακτική στη χρηματοδότηση της αγοράς κατοικίας, μέσω μείωσης του περιθωρίου.
Σταθερό ή κυμαινόμενο
Η επιλογή κυμαινόμενου ή σταθερού επιτοκίου ή η μετατροπή κυμαινόμενου σε σταθερό και το αντίθετο απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή σε αυτήν τη συγκυρία. Υπάρχει μεγάλη μεταβλητότητα, δεν υπάρχει βεβαιότητα για τη διάρκεια και το ύψος των αυξήσεων. Συνεπώς, η απόφαση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη, όπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη, το ύψος του υπολοίπου του δανείου και τη διάρκεια μέχρι τη λήξη. Διότι τα δάνεια αυτά είναι τοκοχρεολυτικά και, όσο περνούν τα χρόνια, τόσο μειώνεται το ποσοστό της δόσης που επηρεάζεται από το επιτόκιο και αυξάνεται το κομμάτι που αποπληρώνει κεφάλαιο. Για τον λόγο αυτό απαιτείται προσωπική συμβουλή με εξέταση σεναρίων ανά περίπτωση.
Καταθέσεις
Οι αυξήσεις από την ΕΚΤ έχουν άμεση επίπτωση στα επιτόκια καταθέσεων και στο κόστος χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα και του Δημοσίου. Ωστόσο, σε κάθε χώρα, τα βήματα που θα ακολουθηθούν θα είναι διαφορετικά. Η επανατιμολόγηση των καταθέσεων και των δανείων, όπως και των ομολόγων, εξαρτάται από τη ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα και την αγορά, όπως και από τον κίνδυνο.
Έτσι, για την Ελλάδα δεν αναμένονται σημαντικές αυξήσεις στα επιτόκια καταθέσεων, για δύο βασικούς λόγους:
Πρώτον, υπάρχει πλεονάζουσα ρευστότητα ύψους 200 δισ. ευρώ, η οποία κατά 50% προέρχεται από τις καταθέσεις, ενώ το υπόλοιπο από τα μέτρα ενίσχυσης της ΕΚΤ και από κινήσεις των ελληνικών τραπεζών στη χρηματαγορά. Βασική αιτία της υψηλής ρευστότητας αποτελεί το γεγονός ότι οι καταθέσεις στην Ελλάδα είναι σχεδόν διπλάσιες από τα δάνεια, όταν ο λόγος δάνεια προς καταθέσεις στην υπόλοιπη Ευρώπη ξεπερνά το 100%. Επίσης, οι τράπεζες καταθέτουν πλέον τη ρευστότητα αυτή με θετικά επιτόκια στην ΕΚΤ, ενώ έχουν δανειστεί με αρνητικά επιτόκια (πληρώνονται) επίσης από την ΕΚΤ μέσω των προγραμμάτων στήριξης. Έτσι, μόνο από την άνοδο των επιτοκίων από το -0,5% στο 1,5% εκτιμάται ότι οι ελληνικές συστημικές τράπεζες θα ενισχύσουν την κερδοφορία τους με επιπλέον επιτοκιακά έσοδα άνω των 800 εκατ. ευρώ, που μπορεί να φτάσουν το 1 δισ. μέχρι το τέλος του 2023.
Δεύτερον, οι τράπεζες χρησιμοποιούν το μαξιλάρι των αυξημένων επιτοκιακών εσόδων για να συγκρατήσουν τα επιτόκια στα δάνεια και να δημιουργήσουν εσωτερικό κεφάλαιο προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία και τα επενδυτικά έργα μέσω ΤΑΑ και ΕΣΠΑ ύψους 80 δισ. ευρώ μέχρι το 2026. Σημειώνεται ότι για κάθε δάνειο 100 ευρώ θα πρέπει να βάζουν στην άκρη για προβλέψεις τουλάχιστον 14 ευρώ. Συνεπώς, διατηρώντας τα επιτόκια καταθέσεων χαμηλά ή προχωρώντας σε μικρότερες αυξήσεις, μπορούν να διατηρούν τα επιτόκια των δανείων χαμηλότερα και να πετυχαίνουν ενίσχυση του επιτοκιακού περιθωρίου.