Το μεταναστευτικό βρέθηκε στο επίκεντρο της συνεδρίασης του χθεσινού διοικητικού συμβουλίου του ΕΒΕΑ, παρουσία της υφυπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου, κας Σοφίας Βούλτεψη.
Η πρόεδρος του ΕΒΕΑ, Σοφία Κουνενάκη Εφραίμογλου, σημείωσε ότι οι πόλεμοι και οι εμφύλιες συρράξεις – αλλά και η κλιματική αλλαγή και η επισιτιστική κρίση – δημιουργούν τις συνθήκες για εκρηκτική αύξηση των μεταναστευτικών ροών.
«Πάγια θέση του επιμελητηρίου μας» τόνισε η κυρία Εφραίμογλου «είναι ότι η Ευρώπη οφείλει να καταλήξει σε μια συνολική, δίκαιη πολιτική, με γνώμονα τις αρχές της συνοχής και της αλληλεγγύης. Μια πολιτική που θα στηρίζεται στις ευρωπαϊκές ανθρωπιστικές αρχές και ταυτόχρονα θα σέβεται την ανάγκη των ευρωπαϊκών κοινωνιών για ασφάλεια και ισορροπία. Η Ελλάδα, λόγω και της γεωγραφικής της θέσης, έχει επωμιστεί δυσανάλογα μεγάλο μέρος της διαχείρισης του μεταναστευτικού. Καλείται να προστατεύσει τα σύνορά της απέναντι σε προσπάθειες εργαλειοποίησης των προσφύγων και μεταναστών και ταυτόχρονα να υπερασπιστεί το διεθνές δίκαιο».
Η πρόεδρος συνέχισε τονίζοντας την κρισιμότητα των πολιτικών ένταξης. Για λόγους ασφάλειας των ίδιων των μεταναστών όσο και των τοπικών κοινωνιών ώστε να αποφευχθούν οι κίνδυνοι που σχετίζονται με την περιθωριοποίηση, τη ριζοσπαστικοποίηση και την εγκληματικότητα. Σήμερα, όμως, αποκτά και μια πρόσθετη σημαντική διάσταση, που αφορά την ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας.
«Το πρόβλημα της εξεύρεσης εργατικού δυναμικού στη χώρα επιδεινώνεται σταθερά τα τελευταία τρία χρόνια. Και αγγίζει νευραλγικούς κλάδους της οικονομίας, όπως είναι ο τουρισμός, το λιανικό εμπόριο, οι κατασκευές, ο πρωτογενής τομέας, αλλά και η βιομηχανία και οι υπηρεσίες. Η μετάκληση εργαζομένων από τρίτες χώρες είναι μία από τις λύσεις που εφαρμόζονται, ωστόσο φαίνεται μέχρι τώρα ότι δεν αρκεί. Μέχρι το καλοκαίρι είχαμε σχεδόν 400.000 αιτήματα προς το υπουργείο Εργασίας για κάλυψη κενών θέσεων εργασίας από ξένους. Οι εγκρίσεις για την εισαγωγή εργαζομένων έφτασαν τις 168.000, δηλαδή μόλις το 40% των αιτημάτων. Είναι σκόπιμο να εξετάσουμε σοβαρά την αξιοποίηση των αναγνωρισμένων προσφύγων που διαμένουν νόμιμα στη χώρα, εντός ή εκτός των δομών φιλοξενίας».
Τέλος, η κυρία Εφραίμογλου αναφέρθηκε σε μελέτες οι οποίες δείχνουν ότι, με την κατάλληλη υποστήριξη, οι πρόσφυγες μπορούν να προσθέσουν αξία στις επιχειρήσεις. Η ένταξή τους μπορεί να αποφέρει οφέλη σε όλους: στους ίδιους, στις επιχειρήσεις που έχουν πρόσβαση σε προσωπικό με δεξιότητες, στην οικονομία και στην κοινωνία. «Γνωρίζουμε ότι το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου υλοποιεί ήδη σχετικές δράσεις. Ως ΕΒΕΑ, έχουμε κάθε πρόθεση να στηρίξουμε με κάθε τρόπο αυτή την προσπάθεια» είπε, κλείνοντας την ομιλία της.
Η υφυπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, Σοφία Βούλτεψη, τόνισε, μεταξύ άλλων: «Ήταν για μένα μεγάλη χαρά και τιμή ότι μου δόθηκε η ευκαιρία να παρουσιάσω ενώπιον του Δ.Σ. του ΕΒΕΑ τις μεγάλες προκλήσεις του προσφυγικού και μεταναστευτικού ζητήματος. Ένα κορυφαίο, παγκόσμιο θέμα το οποίο φουντώνει κάθε φορά που ξεσπά ένας νέος πόλεμος και του οποίου η αντιμετώπιση συνδέεται άμεσα με τη διαφύλαξη της εθνικής κυριαρχίας και εθνικής ασφάλειας. Η ενταξιακή διαδικασία, που ανήκει στο χαρτοφυλάκιο μου, κατέχει σημαντική θέση τόσο για ανθρωπιστικούς λόγους, όσο και για εκπαιδευτικούς με σκοπό και την επαγγελματική κατάρτιση και εργασία σε κρίσιμους τομείς της ελληνικής οικονομίας. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσα στην ανάγκη συνεργασίας με τις ελληνικές επιχειρήσεις, προκειμένου να εξασφαλίζουμε την τόσο αναγκαία για την οικονομική και επιχειρηματική ζωή κοινωνική ειρήνη. Πολλές ευχαριστίες στη φίλη πρόεδρο Σοφία Εφραίμογλου και σε όλα τα μέλη του Δ.Σ».
Η υφυπουργός πρότεινε στη διοίκηση του ΕΒΕΑ να βάλουν από κοινού τα θεμέλια για τη δημιουργία μιας task force, που θα στοχεύει στην αποτροπή της ριζοσπαστικοποίησης, στην ένταξη και στην ασφάλεια για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις.
Η «εισαγωγή» μεταναστών χαμηλής εξειδίκευσης και η παράλληλη φυγή εξειδικευμένου δυναμικού αποτελούν ακόμη μια ένδειξη της αδυναμίας του υπάρχοντος αναπτυξιακού υποδείγματος της χώρας.
Αν το «προπατορικό» αμάρτημα της Δύσης (ιδίως μάλιστα του αγγλοσαξονικού της κλάδου) είναι η υποκρισία, της «καθ΄ ημάς Ανατολής», της ελληνικής συνεπώς, είναι τα μεγάλα, παχιά λόγια, οι αερολογίες χωρίς αντικειμενικό περιεχόμενο. Η «ισχυρή Ελλάδα», που βρίσκεται στον «πυρήνα των αναπτυγμένων χωρών εντός του ευρώ», που ήταν «καλύτερα προφυλαγμένη από την κρίση» και που πρόσφατα έφτασε μάλιστα να «ηγείται της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης», αποτελούν πλέον γνωστές κοινοτοπίες περί τα οικονομικά μας πράγματα.
Αυτές οι σοβαροφανείς ανοησίες δεν αναφέρονται μόνο στα οικονομικά μας πεπραγμένα: εξ ίσου εκτοξεύονται εναντίον, τελικά, όλων μας και στα πολιτικά μας πεπραγμένα. Θυμίζουμε από «τα αριστερά» και το όχι πολύ μακρινό παρελθόν τις «Βάσεις που μένουν ενώ φεύγουν», την «έξοδο από την ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ» και «στις 18 σοσιαλισμός», και από «τα δεξιά» και το πολύ πρόσφατο παρελθόν την «ιστορική» ομιλία του πρωθυπουργού μας στην κοινή σύσκεψη Γερουσίας και Βουλής των ΗΠΑ, με κεντρικό αίτημα τη μη στρατιωτική ενίσχυση της Τουρκίας, αίτημα που μέσω ζογκλερικής κυβίστησης και βεβαίως «συνέπειας» λόγων και έργων κατέληξε σε ισχυρή στήριξη του εκσυγχρονισμού των τουρκικών F16.
Μέχρι τώρα η αντιμετώπιση ήταν ότι δεν είναι πολιτικά σκόπιμο να αναδειχθούν αυτές οι τεράστιες αποκλίσεις πολιτικών διακηρύξεων και πραγματικότητας, ότι, αν θέλετε, καλό είναι να αφήνονται στην αρμοδιότητα της σάτιρας. Δυστυχώς οι καιροί που επέτρεπαν αυτήν την «αφ΄ υψηλού» αποστασιοποίησή μας από τις ελαφρότητες του πολιτικοοικονομικού μας βίου, έχουν παρέλθει.
Η τρέχουσα κατάσταση της χώρας είναι κρίσιμη σε μια ταχύτατα παρακμάζουσα Ευρώπη, σε ένα κόσμο παραδομένο σε σειρά αλλεπάλληλων κρίσεων (οικονομική/χρηματιστική, πανδημία, πολεμική και κλιματική/περιβαλλοντική) αλλά και σε μια περίοδο μείζονων γεωστρατηγικών ανακατατάξεων σε παγκόσμιο επίπεδο και ολιγοπώλησης της παγκόσμιας οικονομίας (κυριαρχία fintech, pharma, funds) [1]. Όλες αυτές οι συνθήκες δεν επιτρέπουν τη στάση της αποστασιοποίησης.
Για να συμβεί όμως αυτό, πριν από όλα χρειάζεται να υπάρξει η κατανόηση του πού ακριβώς βρισκόμαστε σήμερα, χρειάζεται με άλλα λόγια να αφήσουμε στην αλήθεια απρόσκοπτο χώρο. Χρειάζεται ακόμη παραπάνω να εμπλακούμε σε ανοικτή ρήξη με όσους εξαπατούν και συσκοτίζουν, ανοικτά ή συγκεκαλυμένα, γύρω από την τρέχουσα κατάσταση και τις προοπτικές μας και αυτό ακριβώς μας φέρνει αμέσως σε αντιπαράθεση με την επιχειρούμενη ωραιοποίησή της.
Η προσέγγιση που κυριάρχησε την περίοδο 2019-2023 καλλιεργεί έναν εξαιρετικά επίφοβο, μικροπολιτικά οδηγούμενο, εφησυχασμό για την κατάσταση και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας που απλά συσκοτίζει τα κακώς κείμενα και παράλληλα επιχειρεί μια συστηματική προσπάθεια εξωραϊσμού του στρεβλού παρελθόντος. Γενικότερα, ο δημόσιος λόγος [2] ασχολείται με τα επιφανειακά ζητήματα. Με έναν οξύ και αντιπαραγωγικό τρόπο, παρακολουθούμε συχνά «κοκορομαχίες». Αυτό που χρειάζεται είναι μια δημόσια συζήτηση πιο σοβαρή, πιο συγκροτημένη, πιο ειλικρινή, μακριά από αυτή την αντιπαραγωγική αντιπαράθεση.
Δυστυχώς η ωραιοποίηση της εικόνας της ελληνικής οικονομίας, συνδυαστικά με την πολλαπλασιαστική ενίσχυσή της από την πλειονότητα των ΜΜΕ, εν τοις πράγμασι δρουν συσκοτιστικά υπονομεύοντας τη δυνατότητα των πολιτών να προσανατολιστούν στα σοβαρά ζητήματα, αλλά και τη δυνατότητα της χώρας μας να σκεφτεί στρατηγικά, αρχίζοντας από την κατανόηση της πραγματικής οικονομικής και κοινωνικής της κατάστασης και να δράσει σχεδιαστικά επί τη βάσει αυτής της κατανόησης.
Πρόκειται για μείζονα αρνητική εξέλιξη που δυστυχώς περνά απαρατήρητη, καθώς συχνά και η αντιπολίτευση αποφεύγει να την αναδείξει ώστε να μη διαταράξει την καταναλωτική ονείρωξη μιας κοινωνίας υπνοβατών (π.χ., διπλασιάσαμε φέτος την εισαγωγή αυτοκινήτων και πολλαπλασιάσαμε στα χρόνια της πανδημίας την εισαγωγή πολυτελών αγαθών). Δεν θα αποφύγουμε όμως την κρίση όταν αυτή θα έρθει. Για ακόμα μια φορά η χώρα μας θα βρεθεί πρώτη απέναντι στο οικονομικό τσουνάμι και αυτή τη φορά θα είναι ακόμα πιο αδύναμη. Χρειαζόμαστε πολιτικά κόμματα και ηγέτες που δεν θα χαϊδεύουν αυτιά, αλλά (κατά το βιβλικό πρότυπο των προφητών) θαρραλέους προασπιστές της αλήθειας, ακόμα και αν αυτή δεν αποδώσει άμεσα και μικροκομματικά.
Σε άλλα κείμενά μας αναδείξαμε όψεις της δομικής κακοδαιμονίας μας [3]όπως η ρηχή παραγωγική βάση, το χαμηλό τεχνολογικό προφίλ, η μικρή εξαγωγική διείσδυση, η δανειακά εξαρτημένη ανάπτυξη, η μεγάλη κλίση προς την ιδιωτική επιδεικτική/πολυτελή και ιδίως εισαγόμενη κατανάλωση, η ολιγαρχική διαπλεκόμενη επικυριαρχία του πολιτικοοικονομικού μας βίου, τα μεγάλα και αυξανόμενα ελλείμματα σε ισοζύγια αγαθών και συναλλαγών, τα χρέη (δημόσια και ιδιωτικά) που απειλούν να μας συντρίψουν με την επόμενη «στραβή» στροφή της διεθνούς οικονομίας, η κακή ποιότητα της δημόσιας διοίκησης της χώρας, αλλά και των λεγομένων κοινωνικών εταίρων, το εντεινόμενο πρόβλημα, ιδίως μάλιστα «περιφερειακό- δημογραφικό» [4], η απώλεια/φυγή των υψηλής κατάρτισης νέων μας κτλ. Όλα τα παραπάνω μας οδήγησαν εκ του ασφαλούς να υποστηρίξουμε ότι η χώρα έχει εμπλακεί στην λεγόμενη «παγίδα των χωρών μέσου εισοδήματος» με αναμενόμενη πορεία δυστυχώς περεταίρω πτωτική5.
Στο τρέχον κείμενο θα επιμείνουμε στις δημογραφικές όψεις της κρίσης σε συνδυασμό πάντα με τη φυγή των υψηλής κατάρτισης νέων μας, με τα δύο προβλήματα άλλωστε να είναι απολύτως αλληλοτροφοδοτούμενα και, παράλληλα, κυριολεκτικά υπαρξιακά για το μέλλον μας.
H κυβέρνηση με πρόσφατη απόφασή της ενέκρινε την είσοδο 168.000 εργαζομένων από τρίτες χώρες τη διετία 2023-24 προκειμένου να καλυφθούν κενές θέσεις εργασίας στη χώρα μας. Οι 148.000 εγκρίθηκαν με κοινή υπουργική απόφαση που δημοσιεύτηκε πρόσφατα μετά από σχετικά αιτήματα που υποβλήθηκαν και άλλες 20.000 αναμένεται να καλυφθούν μέσω των διμερών συμφωνιών που έχει υπογράψει η χώρα με την Αίγυπτο και το Μπανγκλαντές [6]. Οι εργαζόμενοι αυτοί είναι σχεδόν αποκλειστικά (99,5%) ανειδίκευτοι και κατανέμονται 77% στον πρωτογενή τομέα και από 7% περίπου στις κατασκευές, τουρισμό και βιομηχανία.