Άρθρο του Δημήτρη Κ. Βερβεσού, Προέδρου Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος για τα Αθηναϊκά Νέα
Έρχομαι τώρα στα συγκεκριμένα ζητήματα που αφορούν τους επιμέρους δικαιοδοτικούς κλάδους:
Στην ποινική δικαιοσύνη τα προβλήματα εντοπίζονται κυρίως στην προδικασία. Από τη μια πλευρά τα αλλεπάλληλα στάδια π.χ. προκαταρκτικής εξέτασης, ανάκρισης και βουλευμάτων, εξαντλούν σχεδόν το χρόνο της παραγραφής, με αποτέλεσμα οι υποθέσεις να φθάνουν στο ακροατήριο λίγο πριν παραγραφούν, κατά τρόπο που ευνοεί προδήλως τον θύτη έναντι του θύματος. Απ’ την άλλη πλευρά, οι αυτοματοποιημένες διώξεις και παραπομπές αντί των αρχειοθετήσεων των σχετικών υποθέσεων (όταν και όπου δικαιολογούνται), αλλά και η πλημμελής ανάκριση σε κάποιες περιπτώσεις λόγω της πιέσεως περάτωσης αυτών εντός συγκεκριμένων προθεσμιών, οι οποίες εν τέλει καταπίπτουν κατά την ενώπιον του ακροατηρίου διαδικασία, επιβαρύνουν αδικαιολόγητα το σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, αλλά κυρίως τους ίδιους τους διαδίκους, συμπεριλαμβανομένων των κατηγορουμένων που παραμένουν αδικαιολόγητα υπόδικοι επί μακρότατο χρόνο.
Στη διοικητική δικαιοσύνη ο νομοθέτης, υπό την πίεση των μνημονιακών απαιτήσεων, επεδίωξε μονομερώς να επιταχύνει μόνον τις φορολογικές διαφορές, επειδή εμφανίζουν εισπρακτικό ενδιαφέρον για το Δημόσιο. Έτσι, αντί να γενικεύσει το στάδιο της ενδικοφανούς επίλυσης σε όλες τις διοικητικές διαφορές, και όχι μόνο στις φορολογικές, προτίμησε ένα σύστημα δύο ταχυτήτων, όπου προτάσσονται οι φορολογικές διαφορές, αλλά π.χ. οι αγωγές ή άλλες προσφυγές, βραδυπορούν αδικαιολόγητα (με ορισμό δικασίμου συχνά στην 4ετία).
Παράλληλα, τα νομοθετικά μέτρα που εμφανίστηκαν ως πανάκεια, όπως η πιλοτική δίκη, είχαν πενιχρά αποτελέσματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ η πιλοτική δίκη, περιόρισε κατ’ αποτέλεσμα τον διάχυτο και παρεμπίπτοντα έλεγχο συνταγματικότητας, που επιτάσσει το Σύνταγμα, εντούτοις δεν οδήγησε σε συντομότερες δικασίμους στα κατώτερα δικαστήρια, μετά την επίλυση εκάστου ζητήματος από το ΣτΕ.
Ομοίως, ο περιορισμός του αριθμού των εναγόντων – προσφευγόντων στις ομαδικές υποθέσεις (σε 50 ανά δικόγραφο), είχε ως αποτέλεσμα οι αριθμητικές χρεώσεις των δικαστών να είναι αναντίστοιχες με τις πραγματικές, καθώς οι πλείονες υποθέσεις και εκδιδόμενες αποφάσεις αφορούν κατ’ ουσίαν την αυτή υπόθεση, και αλλάζουν μόνο τα ονόματα.
Τέλος, οφείλουμε να εστιάσουμε στο ρόλο του Δημοσίου, που αποτελεί αυτοτελή παράγοντα επιβάρυνσης του συστήματος και πρόσθετων καθυστερήσεων. Οι λόγοι εντοπίζονται αφ’ ενός στην κακοδιοίκηση, που αποτελεί πραγματική «μηχανή παραγωγής» διαφορών, και αφ΄ετέρου στη συστηματικά κακόπιστη δικονομική συμπεριφορά του ως διαδίκου. Αρκεί να αναφερθώ στα δύο πλέον τετριμμένα παραδείγματα της δικαστηριακής πραγματικότητας: απ’ τη μια την καθυστέρηση αποστολής διοικητικού φακέλου, με συνέπεια τις αλλεπάλληλες αναβολές (σχεδόν πάντα, χωρίς κυρώσεις για το δημόσιο), και απ’ την άλλη την συστηματική άσκηση αβάσιμων ενδίκων βοηθημάτων.
Περνώ τώρα στον πολύπαθο χώρο της πολιτικής δικαιοσύνης, που έχει τραυματιστεί βαριά από τις αλλαγές του ν. 4335/2015 και δυστυχώς δεν επανακάμπτει με τις νέες τροποποιήσεις των πρόσφατων ν. 4842/2021, 4855/2021 και 4871/2021. Διότι το μετέωρο βήμα αυτών των τροποποιήσεων του ΚΠολΔ δεν λύνει κανένα από τα προβλήματα που επισώρευσε ο ατυχής, υπονομευτικός της πολιτικής δίκης, ν. 4335/2015. Αντί για τη θρυλούμενη επιτάχυνση, επήλθε τεράστια επιβράδυνση στην απονομή της δικαιοσύνης. 7 χρόνια μετά την εφαρμογή του νέου Κώδικα οι δικάσιμοι είναι πολύ συντομότερες στις ειδικές διαδικασίες, όπου η διαδικασία παρέμεινε ως επί το πλείστον αμετάβλητη, και πολύ μακρότερες στην τακτική διαδικασία, που αποτέλεσε το επίκεντρο της δικονομικής «αντιμεταρρύθμισης».
Με τις νέες αλλαγές, αντί η Κυβέρνηση να καταργήσει την τυπική συζήτηση, η οποία μόνο καθυστερήσεις έχει επιφέρει, επιμένει να τη διατηρεί. Επιπλέον εισάγει την πιλοτική δίκη στις πολιτικές υποθέσεις, η οποία πέρα από τα προφανή ζητήματα συνταγματικότητος που εγείρει, δια της υπονόμευσης του επιβεβλημένου κατά το Σύνταγμα διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας, δεν θα επιφέρει επιτάχυνση (όπως δεν επήλθε επιτάχυνση στη διοικητική δικαιοσύνη).
Πέραν των εξειδικευμένων παρατηρήσεων, ανά δικαιοδοτικό κλάδο, υπάρχουν ορισμένα ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν οριζόντια, αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε λυσιτελώς το πρόβλημα των καθυστερήσεων.
Το πρώτο αφορά την έλλειψη διαφάνειας σχετικά με τις καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης. Για να εντοπίσουμε τις παθογένειες του συστήματος και να βρούμε λύσεις πρέπει, πριν απ’ όλα, να έχουμε γνώση όλων των στατιστικών στοιχείων και αριθμητικών δεδομένων για κάθε δικαστικό σχηματισμό, ώστε να μπορούν να συναχθούν ασφαλή συμπεράσματα. Ως Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος έχουμε ζητήσει τόσο από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, όσο και από τους αρμόδιους δικαστικούς σχηματισμούς, να λάβουμε γνώση των στοιχείων αυτών (αριθμό δικαστών ανά δικαστήριο, αριθμό εισερχομένων δικαστικών υποθέσεων ανά δικαστικό σχηματισμό σε ετήσια βάση, αριθμό εκδιδομένων αποφάσεων τόσο συνολικά όσο και ανά δικαστή, χρόνο προσδιορισμού των υποθέσεων προς συζήτηση, χρόνο έκδοσης των αποφάσεων κ.ο.κ.). Δυστυχώς, μέχρι σήμερα δεν έχουμε λάβει την παραμικρή πληροφόρηση.
Προς αποφυγή παρερμηνειών, σπεύδω να διευκρινίσω ότι το δικηγορικό σώμα ζητεί στατιστικά στοιχεία, και επιθυμεί, πράγματι, να εντοπιστούν αβελτηρίες ή φαινόμενα καθυστερήσεων όχι διότι θέλουμε να στοχοποιήσουμε μεμονωμένους δικαστές, αλλά πρωτίστως διότι δεν νοείται συλλογική ευθύνη. Η πλειοψηφία των δικαστών που με κόπους και θυσίες ανταποκρίνονται στο έργο τους, δεν μπορεί να δέχεται τη μομφή της βραδείας απονομής της δικαιοσύνης. Οι λίγοι που ευθύνονται πρέπει να ελέγχονται και να αξιολογούνται, πάντοτε με πλήρη διασφάλιση όλων των δικονομικών εγγυήσεων.
Η πρόσφατη απόφαση αποπομπής καθυστερούντων πολιτικών δικαστών είναι σημαντική, όχι ως τιμωρία εκείνων που εμφανίζουν υστέρηση, αλλά πρωτίστως στο πλαίσιο της γενικής πρόληψης και της εμπέδωσης κλίματος επιδοκιμασίας της εργατικότητας και της ευσυνειδησίας. Φοβούμαι όμως ότι δεν θα είναι αρκετή εάν δεν υπάρξει συνέπεια και συνέχεια στην αντιμετώπιση παρόμοιων φαινομένων.
Το δεύτερο αφορά στην ανάγκη νομοθετικής πρόβλεψης του αριθμού των δικασίμων και των υποθέσεων προς χρέωση σε δικαστές, αντί του καθορισμού των χρεώσεων με αποφάσεις της Ολομέλειας των δικαστηρίων. Φρονούμε ότι η λύση στα ζητήματα αυτά δεν μπορεί να προέρχεται ούτε από συνδικαλιστικές αντεγκλήσεις, ούτε με επίκληση, δίκην πανάκειας, του αυτοδιοίκητου των δικαστηρίων. Το αυτοδιοίκητο βρίσκει τα όριά του στη συνταγματική επιταγή δικαστικής προστασίας των Ελλήνων πολιτών. Τυχόν επίκληση του αυτοδικοίκητου πέραν των συνταγματικών αυτών ορίων είναι ψευδεπίγραφη και αλυσιτελής.
Το τρίτο αφορά την εν εξελίξει ψηφιοποίηση της Δικαιοσύνης. Παρότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα, ιδίως στο πεδίο της ηλεκτρονικής κατάθεσης δικογράφων, της διαλειτουργικότητας των πληροφοριακών συστημάτων του δημοσίου με το ΟΠΣ της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων, της λήψης ψηφιακών αντιγράφων αποφάσεων και πιστοποιητικών και της ηλεκτρονικής παρακολούθησης της πορείας των ποινικών, πολιτικών και διοικητικών υποθέσεων , η ψηφιοποίηση δεν έχει φθάσει στο επιθυμητό σημείο. Ζητούμενο είναι όλοι οι δικηγόροι, δικαστές και δικαστικοί υπάλληλοι να είναι εφοδιασμένοι με (απομακρυσμένες) ψηφιακές υπογραφές και να μπορούν να επικοινωνούν ψηφιακά με ασφάλεια· να ολοκληρωθεί η ηλεκτρονική κατάθεση για όλα τα δικόγραφα όλων των διαδικασιών· να θεσμοθετηθεί η ψηφιακή θυρίδα δίκης, όπου όλο το υλικό της δικογραφίας θα εισφέρεται και θα τυγχάνει επεξεργασίας ψηφιακά, με πρόσβαση όλων των παραγόντων της δίκης κατά τους δικονομικούς κανόνες. Αν όλες οι διαδικασίες, πλην της ακροαματικής, ψηφιοποιηθούν, θα υπάρξει τεράστια εξοικονόμηση χρόνου για όλους· κάθε παράγων της Δικαιοσύνης θα μπορεί να αφοσιωθεί στο κύριο έργο του, χωρίς γραφειοκρατικές επιβαρύνσεις και εν τέλει θα επιτευχθεί ουσιώδης συνολική αναβάθμιση της Δικαιοσύνης , επ’ ωφελεία των πολιτών που προσφεύγουν σ’ αυτήν.
Το τέταρτο αφορά την κάλυψη των τεράστιων οργανικών κενών δικαστικών υπαλλήλων, σε όλα τα δικαστήρια, κυρίως όμως στο Πρωτοδικείου Αθηνών, που έχει ως αποτέλεσμα την ακραία υποστελέχωση και την αδυναμία εξυπηρέτησης των αναγκών δικηγόρων και διαδίκων.