Σ’ έναν ιδιότυπο αγώνα σκυταλοδρομίας με αντίπαλο το χρόνο έχουν επιδοθεί το υπουργείο Πολιτισμού (ΥΠΠΟ) και η Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης (ΠΑΜΘ) για την ανάδειξη ενός εξαιρετικού αρχαιολογικού χώρου, του Ταφικού Τύμβου στη Μ. Δοξιπάρα-Ζώνη του Εβρου και την αποκατάσταση ενός σπουδαίου οθωμανικού μνημείου, του Τεμένους Βαγιαζήτ στην Πόλη των Κάστρων, το Διδυμότειχο.
Ο αρχαιολογικός πλούτος του βόρειου Έβρου που για δεκαετίες μετά την αποκάλυψή του από την αρχαιολογική σκαπάνη παρέμενε «αθέατος» καθίσταται πλέον ορατός. Την τελευταία πενταετία η σκυτάλη της συντήρησης και αποκατάστασης των μεγάλης αρχαιολογικής και ιστορικής αξίας ευρημάτων και μνημείων, περνώντας μέσω συστηματικής συνεργασίας από το ΥΠΠΟ, στην ΠΑΜΘ και στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Έβρου, διαμορφώνει τις συνθήκες ανάδειξης του αρχαιολογικού πλούτου της περιοχής η οποία δεν εξαντλείται πλέον στην αποκάλυψη ή την παρουσία τους.
Οι συνέργειες του συνόλου των συναρμόδιων φορέων στην προσπάθεια επίλυσης των ζητημάτων που προκύπτουν ως προς την εύρεση οικονομικών πόρων, την εκπόνηση μελετών, την εύρεση των κατάλληλων υλικών για την αποκατάσταση, τη δημιουργία έργων υποδομής, την κάλυψη των κατασκευαστικών αναγκών, δείχνουν να αποδίδουν καρπούς με την ανάδειξη της σημασίας των μνημείων και ευρημάτων και του ρόλου που δύνανται να διαδραματίσουν στην ανάπτυξη της περιοχής να είναι προ των πυλών.
Στη σημαντικότητα των έργων που υλοποιούνται από το υπουργείο Πολιτισμού σε συνεργασία με την Π.Α.Μ.Θ. στο βόρειο τμήμα του Νομού Έβρου και στην αναγκαιότητα τήρησης του χρονοδιαγράμματος των προγραμματισμένων εργασιών αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, σε δηλώσεις της στα τοπικά ΜΜΕ η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη κατά την πρόσφατη επίσκεψη εργασίας που πραγματοποίησε στην Π.Ε. Έβρου.
Η αποκατάσταση ενός σπουδαίου μνημείου, του Τεμένους Βαγιαζήτ
Η αποκατάσταση του Τεμένους Βαγιαζήτ είναι μία από τις προτεραιότητες του υπουργείου Πολιτισμού και ένα εκ των εμβληματικών έργων τόσο για το ΥΠΠΟ όσο και για την ευρύτερη περιοχή, δεδομένης της σπουδαιότητας του μνημείου, τόνισε η κ. Μενδώνη.
«…Είναι ένα μνημείο το οποίο αντιμετώπισε πολύ μεγάλες δυσκολίες από το 2017 (σ.σ. το 2017 υπέστη μεγάλη καταστροφή από εκδήλωση πυρκαγιάς) και καθυστερήσεις…» τόνισε. Σε ό,τι αφορά στην πορεία των εργασιών, διευκρίνισε πως η σύνταξη των μελετών άρχισε το 2019 ενώ η ολοκλήρωση των τευχών δημοπράτησης της μελέτης για την εγκατάσταση του αναδόχου έγινε πριν ενάμισι χρόνο. Η ίδια έκανε λόγο για ένα εξαιρετικά δύσκολο μνημείο κυρίως ως προς την αποκατάσταση της στέγης. Δεδομένου ότι φωτιά κατέκαψε τα πάντα, όπως είπε, οι απαιτούμενες εργασίες αφορούν στη συντήρηση των τοιχογραφιών του, όλων των αρχιτεκτονικών του στοιχείων, του δαπέδου και του μιναρέ του με έμφαση στην πυρασφάλεια και τελικό στόχο την παράδοση ενός μνημείου πιστού σε αυτό πριν την καταστροφή.
Ειδική αναφορά έκανε η υπουργός Πολιτισμού στη δυσκολία κατασκευής εκ νέου της ξύλινης στέγης -συνολικής επιφάνειας περίπου ενός στρέμματος- η οποία έγκειται στις απαιτούμενες μεγάλες ποσότητες ξύλων συγκεκριμένου είδους, ίδιων με εκείνα που χρησιμοποιήθηκαν στην αρχική κατασκευή. Σημείωσε μάλιστα πως ήδη οι ανάδοχοι επικοινωνούν με εταιρίες του εξωτερικού τόσο για την προμήθεια της συγκεκριμένης ξυλείας όσο και για την επεξεργασία και τοποθέτησή της δεδομένου ότι, όπως είπε, στην Ελλάδα δεν υπάρχουν αντίστοιχες εταιρίες. Είναι ένα έργο -με προϋπολογισμό που αγγίζει τα 13,5 εκ. ευρώ- το οποίο απαιτεί πολύ μεγάλη προσοχή και άριστο συντονισμό, με χρονικό ορίζοντα ολοκλήρωσης των εργασιών τους επόμενους 18 μήνες -στο τέλος του 2025- διότι αυτό είναι το όριο το οποίο θέτει το Ταμείο Ανάκαμψης για τις εκταμιεύσεις των πόρων.
Η ιστορία του Τεμένους Βαγιαζήτ- έξι αιώνες ιστορίας
Το Τέμενος Βαγιαζήτ με τον πανύψηλο πέτρινο μιναρέ δεσπόζει στην κεντρική πλατεία του Διδυμοτείχου, χτισμένο πάνω στον δρόμο που οδηγούσε στην πύλη του Κάστρου της Πόλης των Κάστρων. Ιδρύθηκε το 1420, όταν το Διδυμότειχο ήταν πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η ανέγερσή του, σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή που υπάρχει στην κεντρική είσοδο οφείλεται στον σουλτάνο Μεχμέτ Α΄, γιο του σουλτάνου Βαγιαζήτ Β’ του επονομαζόμενου Γιλντιρίμ (κεραυνός).
Το επιβλητικό τέμενος είναι τετράπλευρο και έχει εμβαδόν περίπου ένα στρέμμα. Η κύρια είσοδος του μνημείου εντοπίζεται στη βόρεια πλευρά και πλαισιώνεται από πυλώνα. Υπάρχουν δύο πλευρικές είσοδοι, στην ανατολική και δυτική πλευρά και δύο σειρές παραθύρων. Ο πολυγωνικός κορμός του μιναρέ, ύψους 22 μέτρων, ενσωματώνεται στη Δ γωνία του κτηρίου. Στη μνημειώδη πυραμιδοειδή ξύλινη στέγη του τεμένους που καταστράφηκε ολοσχερώς από την πυρκαγιά τον Μάρτιο του 2017 ήταν αναρτημένος ο εντυπωσιακός ξύλινος τρούλος που διαμόρφωνε εσωτερικά την οροφή του Τεμένους. Κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς του 2017 καταστράφηκαν επίσης τα ξύλινα λειτουργικά στοιχεία του τεμένους, τα ξύλινα θυρόφυλλα των τριών εισόδων του μνημείου ενώ προκλήθηκαν σημαντικές φθορές στο σύνολο του τοιχογραφικού διακόσμου του μνημείου.
Ταφικός τύμβος Μικρής Δοξιπάρας – Ζώνης
Το δεύτερο εμβληματικό έργο το οποίο επισκέφθηκε η υπουργός Πολιτισμού είναι ο τύμβος Μικρής Δοξιπάρας-Ζώνης, ένα μοναδικό για τα ελληνικά δεδομένα εύρημα, όπως χαρακτηριστικά δήλωσε η κ. Μενδώνη το οποίο αποκάλυψε η αρχαιολογική σκαπάνη περίπου 20 χρόνια πριν. Η υπουργός υπογράμμισε την αναγκαιότητα ανάδειξής του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, εκτιμώντας πως σήμερα είμαστε πιο κοντά από ποτέ στην υλοποίηση του έργου διάσωσης και προστασίας του. «…Έχουν γίνει πολλές μελέτες και έργα συντήρησης κατά κύριο λόγο για να μπορέσει το ίδιο το εύρημα να διασωθεί και προστατευθεί. Σήμερα είμαστε πιο κοντά από ποτέ στην υλοποίηση του έργου. Υπάρχει ο ανάδοχος, είναι στην έκδοση οικοδομικής αδείας για να ξεκινήσει η αποκατάσταση της γεωμετρίας του τύμβου έτσι όπως ήταν πριν την ανασκαφή και να δημιουργηθεί ένας πολιτιστικός χώρος κι ένας πολιτιστικός πόλος πάρα πολύ σημαντικός για την περιοχή αυτή του βορείου Έβρου που θα λειτουργήσει συγχρόνως και ως αναπτυξιακός πόρος για την περιοχή, διότι το συγκεκριμένο εύρημα και η περιοχή ευρύτερα έχει όλες τις προϋποθέσεις για να αναδειχθεί σε μείζονα χώρο επίσκεψης και μεγάλης μάλιστα επισκεψιμότητας. Θέλω να πιστεύω ότι εκτός απροόπτου όλα θα συνεχιστούν σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα οπότε τέλος του ΄26 και η έκθεση -εκτός από τον Τύμβο- θα έχει ολοκληρωθεί ώστε πλέον να αποδοθεί ο συγκεκριμένος αρχαιολογικός χώρος στην τοπική κοινωνία» ανέφερε η υπουργός Πολιτισμού.
Η αποκάλυψη του επιβλητικού ταφικού μνημείου της Θράκης
Ο τύμβος, με διάμετρο 60μ. και ύψος 7,5 μ., βρισκόταν επάνω σε φυσικό ύψωμα. Ήταν ένας από τους μεγαλύτερους του βόρειου Έβρου και κατασκευάστηκε σταδιακά προκειμένου να καλύψει τις καύσεις τριών ανδρών και μιας γυναίκας.
Με την ανασκαφή αποκαλύφθηκαν τέσσερις ταφές-καύσεις με πολυάριθμα χάλκινα, σιδερένια, γυάλινα και χρυσά κτερίσματα, πέντε άμαξες με τα υποζύγιά τους και δύο ταφές αλόγων. Εντοπίστηκαν παράλληλα πολλά σημεία με υπολείμματα προσφορών, δύο λάκκοι-εστίες και δύο τετράγωνες κατασκευές από πλίνθους που χρησιμοποιήθηκαν ως εσχάρες προσφορών ή επιτάφιοι βωμοί. Πάνω και γύρω από τις κατασκευές αυτές υπήρχαν στάχτες, οστά ζώων και δεκάδες θραύσματα μικρών πήλινων αγγείων.
Οι τέσσερις νεκροί του τύμβου υπήρξαν ασφαλώς μέλη μιας πλούσιας οικογένειας γαιοκτημόνων, η οποία είχε την οικονομική άνεση να αποτεφρώσει τους νεκρούς της, να θυσιάσει πολλά άλογα, να ενταφιάσει άμαξες και να κατασκευάσει ένα μεγάλο και επιβλητικό τύμβο. Οι καύσεις πραγματοποιήθηκαν διαδοχικά στο πρώτο μισό του 2ου αι. μ.Χ., σε μια περίοδο που η Θράκη, ως επαρχία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από το 46 μ.Χ., γνώρισε μακρά περίοδο ειρήνης και ευημερίας.
Ο τεχνητός γήλοφος κατασκευάστηκε σταδιακά. Η πρώτη καύση (Καύση Β), ενός άνδρα ηλικίας 40-48 ετών πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ και συνοδεύτηκε από την προσφορά δύο αμαξών και την ταφή δύο αλόγων. Στην ίδια εποχή χρονολογούνται και δύο πήλινες εσχάρες (κατασκευές με πλίνθους). Ο αρχικός τύμβος που υψώθηκε επάνω από την Καύση Β, τις δύο άμαξες, την ταφή δύο αλόγων και τις δύο εσχάρες, συμπληρώθηκε αργότερα με χώμα ώστε να καλύψει την Καύση Δ, τις τρεις άμαξες και την ταφή τριών αλόγων που τοποθετήθηκαν κοντά στην περιφέρειά του. Κρίνοντας από το είδος των κτερισμάτων ο νεκρός της Καύσης Δ ήταν επίσης άνδρας. Τα υπολείμματα της καύσης ενός άνδρα ηλικίας περίπου 35 ετών (Καύση Γ) εντοπίστηκαν σε λάκκο ανοιγμένο μέσα στην επίχωση του βορειοανατολικού τμήματος του τύμβου. Η τελευταία νεκρή της οικογένειας πέθανε γύρω στα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. (Καύση Α). Ο λάκκος όπου εντοπίστηκαν υπολείμματα καύσης και κτερίσματα είχε ανοιχτεί στο βόρειο τμήμα του ήδη υπάρχοντος τύμβου.
Οι πέντε άμαξες αποτελούν τα πιο εντυπωσιακά ευρήματα της ανασκαφής. Μαζί με τα υποζύγιά τους έχουν εναποτεθεί σε ρηχούς λάκκους, ανοιγμένους στο φυσικό έδαφος. Οι άμαξες παρουσιάζουν μικρές διαφορές μεταξύ τους, ως προς τη διακόσμηση και τα τεχνικά τους χαρακτηριστικά. Σε όλες διατηρούνται οι άξονες, τα σιδερένια στεφάνια των τροχών (ἐπίσωτρα), οι συμπαγείς σιδερένιοι δακτύλιοι της ξύλινης πλήμνης, όπου στερεώνονταν οι ακτίνες (κνῆμαι), καθώς και τα υπόλοιπα λειτουργικά και διακοσμητικά εξαρτήματα. Σε δύο από αυτές διατηρήθηκαν αρκετά ίχνη ξύλων. Διακρίνονται σε δύο ομάδες. Στην πρώτη που βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του τύμβου, πολύ κοντά στην ταφή – καύση Β, ανήκουν δύο άμαξες και μία ταφή δύο αλόγων. Οι άμαξες της ομάδας αυτής διατηρούν ζωντανή την εικόνα του τύπου της τετράτροχης άμαξας.
Ο αρχαιολογικός τύμβος της Μικρής Δοξιπάρας – Ζώνης κατέχει μια κεντρική θέση στον αρχαιολογικό χάρτη του τμήματος της ρωμαϊκής Θράκης που ανήκει σήμερα στην Ελλάδα. Είναι ο μεγαλύτερος τύμβος αυτοκρατορικών χρόνων και ο μοναδικός που κάλυπτε τροχοφόρα οχήματα διατηρημένα σε τόσο καλή κατάσταση. Η επιστημονική βαρύτητα του ευρήματος είναι προφανής και αυταπόδεικτη.