Στην κόψη του ξυραφιού ακροβατούν χιλιάδες δανειολήπτες, καθώς οι επόμενοι μήνες προοιωνίζονται εξαιρετικά δύσκολοι, λόγω της οικονομικής κρίσης και της μεγάλης αύξησης των επιτοκίων.
Η εκτίμηση που κυριαρχεί είναι πως το χρήμα θα γίνει ακριβότερο σε σχέση με όσα ξέραμε έως τώρα, γεγονός που καθιστά σαφές, ότι παίρνουν “φωτιά” παλιά και νέα δάνεια για την αγορά σπιτιού.
Όσοι πίστευαν ότι μετά την πανδημία οι εξελίξεις στην οικονομία θα ήταν ευνοϊκές, έχουν αναθεωρήσει τις απόψεις τους καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία, ανέτρεψε όλα τα δεδομένα και διαμόρφωσε συνθήκες ύφεσης.
Οι νέες αυξήσεις επιτοκίων τον Δεκέμβριο από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Αμερικανική FED και την Τράπεζα της Αγγλίας, επιβεβαιώνουν ότι η εποχή του αρνητικού κόστους τους χρήματος τελειώνει.
Η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ δήλωσε ότι οι επόμενες αυξήσεις θα είναι επίσης μισής ποσοστιαίας μονάδας, αλλά άφησε να εννοηθεί ότι θα γίνουν αρκετές εντός του 2023, λέγοντας ότι πρέπει να καλυφθεί ακόμη πολύ έδαφος.
Είναι πλέον ηλίου φαεινότερο ότι η ευρωπαϊκή οικονομία εισέρχεται σε φάση μεγάλης αβεβαιότητας, με ότι αυτό συνεπάγεται για μια χώρα όπως η Ελλάδα, η οποία μόλις πρόσφατα κατάφερε να βγει από τα μνημόνια.
Συνθήκες επιβράδυνσης
Παράγοντες της αγοράς τονίζουν πώς η κατάσταση που επικρατεί, υπογραμμίζει την ανάγκη, να απελευθερωθούν οι ελληνικές τράπεζες από τα επισφαλή δάνεια, τα οποία υπολογίζονται στο 40% των συνολικών.
Όπως εξηγούν, σε συνθήκες σοβαρής επιβράδυνσης της ευρωπαϊκής οικονομίας υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι για τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο, που έχει πάρει τα μαθήματα του πρόσφατου παρελθόντος.
Κοινό μυστικό είναι άλλωστε, ότι στην περίπτωση κατά την οποία περιοριστεί η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας:
-θα ανακοπεί και ο ρυθμός με τον οποίο “πρασινίζουν” τα λεγόμενα “κόκκινα» δάνεια”,
-θα λιγοστέψουν και οι εκταμιεύσεις νέων δανείων οι οποίες βοηθούν στη μείωση του ποσοστού στους τραπεζικούς ισολογισμούς.
Αβεβαιότητα
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον αβεβαιότητας, το ερώτημα που τίθεται, είναι εάν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις θα μπορέσουν να ανταποκριθούν, ή εάν θα βρεθούν αντιμέτωπα με νέα εφιαλτικά αδιέξοδα, όπως στην εποχή των μνημονίων.
Ασφαλής απάντηση για την ώρα δεν υπάρχει, καθώς ναι μεν οι πιέσεις γίνονται ασφυκτικές, αλλά από την άλλη οι κυβερνήσεις αντιλαμβάνονται ότι είναι πιο αναγκαίο από ποτέ ένα πλαίσιο προστασίας.
Το “καπέλο”
Η ΕΚΤ μέσα στον Δεκέμβριο ανακοίνωσε την τέταρτη κατά σειρά αύξηση επιτοκίων από τον Ιούλιο, ενώ με πρόσχημα τη μείωση του πληθωρισμού στην ευρωζώνη στα επίπεδα του 2% αναμένονται και άλλες,
Αναλυτές μιλούν για άνοδο του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ στο 3% μέσα στο πρώτο τρίμηνο γεγονός που μεταφράζεται σε “καπέλο” εκατοντάδων ευρώ για όσους δεν έχουν «κλειδώσει» το επιτόκιο του στεγαστικού τους δανείου σε σταθερό.
Έτσι για παράδειγμα, ένα στεγαστικό δάνειο με υπόλοιπο 150.000 ευρώ και διάρκεια 20 ετών πριν τις αυξήσεις και με τελικό επιτόκιο 3% (Euribor 0,% πλέον τραπεζικού περιθωρίου 3%) μεταφραζόταν σε δόση 831 ευρώ.
Με τα σημερινά δεδομένα, και με το Euribor στο 2%, το επιτόκιο διαμορφώνεται σε 5% και αντίστοιχα η δόση σε 989 ευρώ, κάτι που σημαίνει επιπλέον επιβάρυνση 158 ευρώ το μήνα ή 1.896 ευρώ το χρόνο.
Εάν το Euribor ανέβει στο 2,5%, προεξοφλώντας και τις μελλοντικές αυξήσεις τότε το συνολικό επιτόκιο διαμορφώνεται σε 5,5% και η δόση σε 1.031 ευρώ, επιβάρυνση δηλαδή 200 ευρώ το μήνα ή 2.400 ευρώ το χρόνο.
Κρίσιμη “δεξαμενή”
Μέσα σ’ αυτό το εξαιρετικά βαρύ κλίμα, η κυβέρνηση επιχειρεί να δώσει λύσεις, καθώς το 2023 είναι εκλογική χρονιά και οι δανειολήπτες μια εξαιρετικά κρίσιμη “δεξαμενή” ψηφοφόρων.
Οι αποφάσεις όμως δεν είναι εύκολες με δεδομένο ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να ισορροπήσει ανάμεσα στην ανάγκη για κοινωνικές πολιτικές και στην εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος που σημαίνει ελάχιστα ή καθόλου κόκκινα δάνεια.
Στην παρούσα φάση οι λύσεις που έχουν επιλεγεί δίνουν μικρές ανάσες, είναι όμως σαφές ότι τα προβλήματα θα ενταθούν, εάν συνεχιστεί η επιθετική πολιτική της ΕΚΤ με την αύξηση των επιτοκίων.
Ευάλωτοι
Με δεδομένο ότι η χώρα είναι σε παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, η κυβέρνηση επιχειρεί να περάσει το μήνυμα ότι λαμβάνονται οι καλύτερες δυνατές αποφάσεις για τους δανειολήπτες και ειδικά τους ευάλωτους.
Στόχος του οικονομικού επιτελείου, είναι να αποτραπούν οι πλειστηριασμοί της πρώτης κατοικίας – ειδικά σε περιπτώσεις νοικοκυριών χαμηλότερων εισοδημάτων-, που θα επηρέαζαν το εκλογικό σώμα.
Στο πλαίσιο αυτό, έμφαση δίνεται στους δανειολήπτες οι οποίοι βρίσκονται στο “κόκκινο”, καθώς αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τις οφειλές τους και κινδυνεύουν να χάσουν το σπίτι τους.
Το πρώτο δίχτυ προστασίας για τους ευάλωτους τέθηκε σε ισχύ, τον περασμένο Σεπτέμβριο και αφορά στο “Ενδιάμεσο Πρόγραμμα”, το οποίο:
-διαδέχτηκε τα προγράμματα “Γέφυρα”,
-θα είναι σε ισχύ μέχρι να ολοκληρωθεί ο Φορέας Απόκτησης και Επαναμίσθωσης Ακινήτων στα μέσα του 2023.
Τραπεζικά στελέχη εξηγούν ότι το μεταβατικό αυτό πρόγραμμα δίνει τη δυνατότητα στους ευάλωτους οφειλέτες να γλιτώσουν τον πλειστηριασμό, αλλά και επιδότηση της μηνιαίας δόσης του δανείου έως και 210 ευρώ.
Ειδικότερα, η μηνιαία δόση που θα πληρώνει ο δανειολήπτης τόσο κατά την ενδιάμεση περίοδο ως την ενεργοποίηση του φορέα αλλά και στη συνέχεια, θα προκύπτει με βάση την εμπορική αξία του ακινήτου.
Αντίστοιχα, το επίδομα του Δημοσίου θα διαμορφώνεται από τα 70 έως τα 210 ευρώ, ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του νοικοκυριού.
Η χορήγησή του έχει ως προϋπόθεση ότι το συγκεκριμένο νοικοκυριό έχει χαρακτηριστεί ευάλωτο, υποβάλλοντας αίτηση στη σχετική πλατφόρμα που έχει δημιουργηθεί στην Ειδική Γραμματεία Ιδιωτικού Χρέους.
Σε διαφορετική περίπτωση η πρώτη κατοικία δεν προστατεύεται και εκποιείται είτε μέσω αναγκαστικών μέτρων που παίρνει η τράπεζα είτε μέσω δικαστικής πτώχευσης.
Ελάχιστη ανταπόκριση
Παρά τα πλεονεκτήματα που φαίνεται να έχει το πρόγραμμα, οι δανειολήπτες δεν έδειξαν διάθεση ένταξης, κάτι που αποτυπώνεται στα στοιχεία της Ειδικής Γραμματείας Ιδιωτικού Χρέους.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία μέχρι τέλος Νοεμβρίου πιστοποιητικό έχουν λάβει 815 δανειολήπτες ενώ σε 6706 έχουν επισκεφθεί την πλατφόρμα για να ξεκινήσουν τη σχετική διαδικασία.
Ενδεικτικό της έλλειψης ενδιαφέροντος είναι και το γεγονός ότι περί τους 2700 διανειολήπτες ακύρωσαν τη διαδικασία και κάτι λιγότερο από 300 δανειολήπτες κρίθηκαν ως μη πληρούντες τα σχετικά κριτήρια.
Το αποτέλεσμα είναι ότι μόλις 15 οφειλέτες έχουν ενταθεί στο πρόγραμμα, 80 αιτήσεις βρίσκονται υπό αξιολόγηση, ενώ άλλες 49 αιτήσεις σε αρχικό στάδιο στην ηλεκτρονική πλατφόρμα, χωρίς να έχουν οριστικοποιηθεί.
Στο ερώτημα γιατί το πρόγραμμα δεν “περπάτησε”, κάποιοι επισημαίνουν ότι αρκετοί από τους ευάλωτους δανειολήπτες – περίπου 40.000-, αναμένεται να δικαστούν με το νόμο Κατσέλη.
Κάποιοι άλλοι δεν επιθυμούν να προχωρήσουν στην κατάθεση πόθεν έσχες για να πάρουν πιστοποιητικό ευαλώτητας, ενώ άλλοι δεν πείστηκαν ποτέ ότι αξίζει τον κόπο να ενταχθούν στο πρόγραμμα.
Ομπρέλα προστασίας
Τα νέα δύσκολα δεδομένα που διαμορφώνονται στα στεγαστικά δάνεια, υποχρέωσε τις τράπεζες μετά και το ασφυκτικό μαρκάρισμα που δέχτηκαν από την κυβέρνηση, να αλλάξουν την πολιτική τους.
Έτσι, οι τράπεζες ανακοίνωσαν νέο πλαίσιο προστασίας για τους ευάλωτους οφειλέτες που εξυπηρετούν στεγαστικό ή μικρό επιχειρηματικό δάνειο με ενέχυρο πρώτη κατοικία.
Στην ουσία πρόκειται για ένα κοινό ταμείο το οποίο θα χρηματοδοτήσουν τα πιστωτικά ιδρύματα μέσω δικών τους προγραμμάτων προκειμένου να καλυφθούν οφειλές ύψους περίπου 2 δισ. ευρώ.
Η νέα “ομπρέλα” προστασίας προβλέπει την επιδότηση του 50% της μηνιαίας αύξησης στα δάνεια λόγω ανόδου του επιτοκίου, ενώ το διάστημα στήριξης θα είναι 12 μήνες.
Ο αριθμός των δικαιούχων του νέου αυτού προγράμματος στήριξης υπολογίζονται σε περίπου 30.000 περίπου και τα κριτήρια ένταξης είναι ανάλογα με αυτά που έχουν εφαρμοστεί σε διάφορα προγράμματα στήριξης στο παρελθόν.
Τα βασικά κριτήρια προβλέπουν ότι το ετήσιο εισόδημα για μια τετραμελή οικογένεια δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 21.000 ευρώ, ενώ το ύψος της ακίνητης περιουσίας να μην είναι πάνω από 180.000 ευρώ.
Το σχέδιο στην ουσία προβλέπει την επιδότηση του 50% της επιβάρυνσης της μηνιαίας δόσης από την αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ.
Ο υπολογισμός της επιβάρυνσης θα γίνει με ημερομηνία αναφοράς την 1η Ιουλίου 2022 και οι δικαιούχοι θα επιδοτούνται με το 50% της διαφοράς κάθε τρέχουσας δόσης.
Για να γίνει αντιληπτό τι γλιτώνουν οι δανειολήπτες, ας υποθέσουμε ότι η μηνιαία δόση του Ιουλίου ήταν της τάξεως των 600 ευρώ και αυτή του Ιανουαρίου ή του Φεβρουαρίου ανέρχεται στα 700 ευρώ.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το ποσό των 50 ευρώ θα πληρώνεται από τα ίδια τα πιστωτικά ιδρύματα, ενώ από την πλευρά του ο δανειολήπτης θα καταβάλλει τα υπόλοιπα 650 ευρώ.
Εάν η δόση ενός στεγαστικού ήταν 400 ευρώ και ύστερα από τις αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ έχει φθάσει στα 500, η τράπεζα θα τη μειώσει στα 450 ευρώ.
Αυτό σημαίνει ότι θα μειώσει κατά 50% την αύξηση που προκύπτει από το αυξημένο επιτόκιο.
Ένα στεγαστικό δάνειο που είχε πριν τον Ιούλιο του 2022 (όταν ξεκίνησε η αύξηση των επιτοκίων) μηναία δόση 560 ευρώ, στο τέλος Δεκεμβρίου θα φτάσει στα 640 ευρώ, δηλαδή, θα αυξηθεί κατά 80 ευρώ.
Σε αυτή την περίπτωση, Το δάνειο αυτό θα λάβει επιδότηση 40 ευρώ το μήνα, για 12 μήνες.
Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες θα χρηματοδοτήσουν εξ ολοκλήρου και ισόποσα το πρόγραμμα και εκτιμάται πως οι δικαιούχοι με βάση τα κριτήρια που θα μπουν, θα είναι περίπου 30.000.
Ενεργοποίηση
Το νέο πρόγραμμα στήριξης αναμένεται να ενεργοποιηθεί αμέσως μόλις τεθεί σε λειτουργία η σχετική ηλεκτρονική πλατφόρμα.
Για ταχύτερη υλοποίηση της λύσης, θα χρησιμοποιηθεί η υφιστάμενη πλατφόρμα των προγραμμάτων “Γέφυρα”, μετά από την απαραίτητη παραμετροποίηση σύμφωνα με τα κριτήρια του προγράμματος.
Τραπεζικές πηγές εκτιμούν ότι θα καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε η πρώτη επιδότηση να καταβληθεί εντός Ιανουαρίου στους ευάλωτους πλην συνεπείς δανειολήπτες.