Τα μαγαζιά γεμίζουν, τα μπουκάλια όμως μένουν μισοάδεια. Οι αυστηροί έλεγχοι της Τροχαίας και οι αυξημένες τιμές αλλάζουν ριζικά τις συνήθειες κατανάλωσης αλκοόλ στη νυχτερινή Αθήνα.
Λίγο πριν ξημερώσει, σε μία από τις πιο γνωστές πίστες της πρωτεύουσας, μια παρέα δέκα ατόμων αποχωρεί έχοντας πληρώσει περίπου 1.000 ευρώ για δύο premium φιάλες: μία βότκα 1,75 λίτρου και ένα τζιν 750 ml. Παρ’ όλα αυτά, η εικόνα στο τραπέζι λέει άλλη ιστορία. Η βότκα είναι σχεδόν γεμάτη, ενώ το τζιν δείχνει σαν να μην άνοιξε ποτέ. Το σκηνικό αυτό δεν αποτελεί εξαίρεση, αλλά τον κανόνα τους τελευταίους μήνες.
Η κατανάλωση αλκοόλ καταγράφει αισθητή πτώση όχι μόνο στα μπουζούκια, αλλά και σε μπαρ, κλαμπ και εστιατόρια. Παρά το γεγονός ότι ο κόσμος συνεχίζει να βγαίνει και να γεμίζει τα μαγαζιά, πίνει πολύ λιγότερο. Σύμφωνα με στελέχη εταιρειών εισαγωγής αλκοολούχων ποτών, η μείωση αγγίζει το 20% έως 25%.
Οι έξοδοι πλέον συνοδεύονται συνήθως από ένα μόνο ποτό, εκεί όπου παλαιότερα τα τρία ή τέσσερα θεωρούνταν δεδομένα. Δεν πρόκειται για αλλαγή νοοτροπίας απέναντι στο αλκοόλ, αλλά για αποτέλεσμα δύο καθοριστικών παραγόντων που διαμόρφωσαν νέα δεδομένα.
Ο φόβος των ελέγχων
Πρώτος και σημαντικότερος λόγος είναι οι εκτεταμένοι και συστηματικοί έλεγχοι της Τροχαίας, ιδιαίτερα τα Σαββατοκύριακα. Τα αλκοτέστ σε κεντρικούς δρόμους και αρτηρίες της πόλης έχουν γίνει σχεδόν καθημερινό φαινόμενο, δημιουργώντας ένα κλίμα έντονης επιφυλακής.
Ο νέος Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας προβλέπει αυστηρές ποινές και υψηλά πρόστιμα για την οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ, κάτι που πολλοί οδηγοί βίωσαν από πρώτο χέρι. Οι εικόνες με γερανούς να απομακρύνουν οχήματα, οδηγούς σε απόγνωση και νεαρά άτομα να συνειδητοποιούν τις συνέπειες μιας βραδινής εξόδου λειτούργησαν αποτρεπτικά.
Σήμερα, ακόμη και μικρή υπέρβαση του ορίου συνεπάγεται βαρύ οικονομικό και διοικητικό κόστος, ενώ σε υψηλότερες τιμές αλκοόλ στο αίμα προβλέπονται ποινικές διώξεις. Σε περιπτώσεις επανάληψης της παράβασης, οι κυρώσεις γίνονται εξοντωτικές, με αφαίρεση διπλώματος για πολλά χρόνια.
Ακριβό συνοδευτικό
Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με το κόστος. Το αλκοόλ παραμένει από τα ακριβότερα συνοδευτικά σε μια έξοδο, ειδικά όταν πρόκειται για «σκληρά» ποτά όπως ουίσκι, βότκα, τζιν και τεκίλα. Ο υψηλός ειδικός φόρος κατανάλωσης, ο ΦΠΑ 24% και η αύξηση των μεταφορικών διεθνώς έχουν ανεβάσει τις τιμές στα ύψη.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί γνωστό εστιατόριο στο Κολωνάκι, όπου ένα ποτήρι ουίσκι 12ετούς παλαίωσης κόστιζε πριν λίγα χρόνια 20 ευρώ και σήμερα αγγίζει τα 30. Οι αυξήσεις αυτές έχουν περιορίσει σημαντικά την κατανάλωση, πλήττοντας άμεσα την κερδοφορία της εστίασης.
Τα απλά ποτά και τα κοκτέιλ ήταν πάντα από τις πιο προσοδοφόρες επιλογές για μπαρ, κλαμπ και νυχτερινά κέντρα. Ωστόσο, φέτος σπάνια παραγγέλλονται μεγάλες φιάλες, όπως συνέβαινε στο πρόσφατο παρελθόν. Αντίθετα, οι πελάτες επιλέγουν μικρότερες ποσότητες, οι οποίες συχνά δεν καταναλώνονται πλήρως και καταλήγουν να φεύγουν μαζί τους από το μαγαζί.
Όσοι επιθυμούν να απολαύσουν το ποτό τους χωρίς άγχος, στρέφονται πλέον στο ταξί ή συμφωνούν εκ των προτέρων ποιος θα οδηγήσει και δεν θα πιει. Παράλληλα, ορισμένα νυχτερινά κέντρα προσαρμόζονται στη νέα πραγματικότητα, προσφέροντας ακόμη και φιάλες χωρίς αλκοόλ, που μιμούνται γευστικά τα κλασικά ποτά.
Η νυχτερινή διασκέδαση παραμένει ζωντανή, αλλά το ποτήρι… γεμίζει όλο και λιγότερο.

