Πολλοί ασφαλισμένοι αναζητούν πληροφορίες για το πότε μπορούν να βγουν στη σύνταξη και ποιοι είναι οι όροι που πρέπει να πληρούν. Το Γραφείο Ασφαλιστικών Θεμάτων του Κέντρου Πληροφόρησης Εργαζομένων & Ανέργων της ΓΣΕΕ έχει συντάξει έναν αναλυτικό οδηγό με τις βασικές διατάξεις συνταξιοδότησης, προκειμένου να βοηθήσει τους ασφαλισμένους να κατανοήσουν τις προϋποθέσεις που ισχύουν.
Η σύνταξη γήρατος βασίζεται σε δύο κύρια κριτήρια: την ηλικία του ασφαλισμένου και τον αριθμό ημερών ασφάλισης. Για πλήρη σύνταξη προβλέπονται τρεις βασικές κατηγορίες:
-
Ηλικία 67 ετών με 6.000 ή 4.500 ημέρες ασφάλισης,
-
Ηλικία 62 ετών με 12.000 ημέρες ασφάλισης,
-
Ηλικία 62 ετών με 4.500 ημέρες ασφάλισης και 3.600 βαρέα ένσημα.
Υπάρχουν, ωστόσο, ειδικές περιπτώσεις για ασφαλισμένους με 10.500, 10.000 ή 5.500 ημέρες ασφάλισης που έχουν ανήλικο τέκνο, με διαφορετικά όρια ηλικίας. Οι ασφαλισμένοι καλούνται να ενημερώνονται για τα ακριβή όρια από τον φορέα τους πριν υποβάλουν αίτηση.
Για μειωμένη σύνταξη, ισχύει το όριο των 62 ετών με τουλάχιστον 4.500 ημέρες ασφάλισης, ενώ απαιτούνται τουλάχιστον 100 ημέρες ασφάλισης ανά έτος κατά την τελευταία πενταετία πριν την αίτηση. Για όσους έχουν ασφαλιστεί μετά την 1η Ιανουαρίου 1993, ισχύει η ειδική προϋπόθεση των 750 ημερών ασφάλισης την τελευταία πενταετία.
Το ύψος της σύνταξης εξαρτάται από την εθνική σύνταξη (384 ευρώ για 20 χρόνια ασφάλισης, 345,60 ευρώ για 15 χρόνια) και την ανταποδοτική σύνταξη, η οποία υπολογίζεται με βάση τον συνολικό χρόνο ασφάλισης και τον μέσο μισθό από το 2002 έως τη συνταξιοδότηση. Επιπλέον, προβλέπονται προσαυξήσεις για όσους καταβάλλουν υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές, όπως σε βαρέα επαγγέλματα ή σε περιπτώσεις παράλληλης ασφάλισης.
Βασική ενέργεια πριν την υποβολή της αίτησης αποτελεί η ακριβής καταγραφή του χρόνου ασφάλισης, που διατίθεται ηλεκτρονικά για τα έτη μετά το 2002 και χειρόγραφα για τα προηγούμενα. Με αυτά τα στοιχεία, ο ασφαλισμένος μπορεί να επιλέξει τον πιο ευνοϊκό τρόπο συνταξιοδότησης.
Για τη μειωμένη σύνταξη απαιτείται ασφαλιστικός δεσμός με τουλάχιστον 100 ημέρες ασφάλισης ανά έτος στην τελευταία πενταετία πριν την αίτηση, ενώ ο χρόνος αυτός δεν μπορεί να εξαγοραστεί εκτός συγκεκριμένων εξαιρέσεων (π.χ. ταμείο ανεργίας, αυτασφάλιση). Η μείωση της σύνταξης ανέρχεται σε 0,5% ανά μήνα που υπολείπεται από το 67ο έτος.
Η συμπλήρωση των 4.500 ημερών ασφάλισης αποτελεί την ελάχιστη προϋπόθεση για σύνταξη, ενώ για εξαγορά πλασματικών χρόνων απαιτούνται τουλάχιστον 3.600 ημέρες πραγματικής ή προαιρετικής ασφάλισης. Για την πλήρη εθνική σύνταξη απαιτούνται 6.000 ημέρες ασφάλισης.
Στις ειδικές διατάξεις βαρέων επαγγελμάτων, η πλήρης σύνταξη χορηγείται από τα 62 έτη με 4.500 ημέρες, εκ των οποίων 3.600 σε βαρέα, ενώ για οικοδόμους το όριο μειώνεται στα 60 έτη. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη τουλάχιστον 1.000 ημερών βαρέων ενσήμων την τελευταία 17ετία. Η μη τήρηση αυτής της προϋπόθεσης οδηγεί σε αναβολή συνταξιοδότησης στα 67 έτη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όσοι ασφαλισμένοι σε βαρέα επαγγέλματα δεν κάνουν χρήση των ειδικών διατάξεων μπορούν να λάβουν προσαύξηση 0,27% ανά έτος για τις επιπλέον εισφορές που κατέβαλαν.
Τέλος, οι συνταξιούχοι που εργάζονται ή ασκούν αυτοαπασχόληση οφείλουν να το δηλώσουν στον ΕΦΚΑ και ΕΤΕΑΕΠ, με μείωση της σύνταξης κατά 60% για το χρονικό διάστημα εργασίας. Η μη δήλωση οδηγεί σε καταλογισμό των ποσών με προσαύξηση.
Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται και στην ημερομηνία υποβολής της αίτησης, καθώς η σύνταξη αρχίζει να καταβάλλεται από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα μετά την αίτηση. Η αίτηση για την κύρια σύνταξη δεν κατοχυρώνει αυτόματα και την επικουρική, γι’ αυτό πρέπει να υποβάλλονται ταυτόχρονα αιτήσεις στον ΕΦΚΑ και ΕΤΕΑΕΠ, για να μην χαθούν αναδρομικά ποσά.