Ως μία προσωπικότητα γεμάτη «παθογενή και δυσμενή χαρακτηριστικά» με «ιδέες μεγαλείου» οι οποίες μεταξύ άλλων συνδέονται «με τη δημοσιότητα / διασημότητα», δίχως ωστόσο να έχουν «έρεισμα στην πραγματικότητα» περιγράφει το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών τη Ρούλα Πισπιρίγκου, κρίνοντας πως η κατηγορούμενη θα πρέπει να καθίσει στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου για την ανθρωποκτονία και την απόπειρα ανθρωποκτονίας της μεγάλης κόρης της, Τζωρτζίνας.
Το δικαστικό συμβούλιο στο πολυσέλιδο παραπεμπτικό βούλευμα του, αναφέρεται στη σχέση της Ρούλας Πισπιρίγκου με το Μάνο Δασκαλάκη, υποστηρίζοντας πως αυτή αποτελεί το κίνητρο για τη δολοφονία σε συνδυασμό με την προσωπικότητα της, όπως έχει αποτυπώσει ειδική πραγματογνώμονας διορισμένη στο στάδιο της ανάκρισης. Μάλιστα, τονίζεται πως και τα δύο περιστατικά κατά της Τζωρτζίνας έλαβαν χώρα όταν το ζευγάρι βρισκόταν σε διάσταση.
Αναφέρεται χαρακτηριστικά:
«Η κινητροδότηση της κατηγορούμενης ως προς την εκπόρευση της ως άνω εξακολουθητικής αξιόποινης συμπεριφοράς της ελέγχεται στα δυσμενή και παθογενή χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς και της ιδιοσυγκρασίας της, που αποκρυσταλλώνονται, κυρίως, σε ιδέες μεγαλείου συνδεόμενες με τη δημοσιότητα / διασημότητα, αλλά μη έχουσες έρεισμα στην πραγματικότητα, στον ενστερνισμό της αντίληψης πως μπορεί κανείς να αποκτήσει δημοσιότητα / διασημότητα μέσα από παραβατικές πράξεις, στη διαρκή διαπραγμάτευση μεταξύ αλήθειας και ψέματος, πραγματικού και μη πραγματικού, σε αποστέρηση κάθε γνησίου συναισθήματος, σε επικέντρωση (κατά προεξάρχοντα ρόλο) σκέψεων και επενδύσεων γύρω από τον ήδη εν διαστάσει σύζυγό της και υποστηρίζοντα την κατηγορία, με ενδιάθετη έκφραση κτητικότητας επ’ αυτού, στη διακατοχή της από την ιδέα / φόβο της εγκατάλειψης, στην απόδοση μεγάλης σημασίας στο να βρίσκεται κανείς στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος μέσω της διασημότητας που προσφέρει η δημοσιότητα, στην αντίληψη των παιδιών της ως μια ναρκισσιστικής προέκτασης του εαυτού της και σε προσέγγιση εξιδανίκευσης του θανάτου, καταδεικνύεται, κατά την κρίση του παρόντος Συμβουλίου, θρασύτητα, έντονη αντικοινωνικότητα, αδιαφορία για την ανθρώπινη ζωή, ταπεινά ελατήρια και ιδιαίτερη επικινδυνότητα της κατηγορούμενης…»
Οι τρεις δικαστές τοποθετήθηκαν υπέρ της παραπομπής της 33χρονης σε δίκη, βασιζόμενοι στις μαρτυρικές καταθέσεις ιδίως των θεραπόντων ιατρών. Σύμφωνα με το όσα αναφέρονται, η Ρούλα Πισπιρίγκου τόσο κατά την απόπειρα ανθρωποκτονίας τον Απρίλιο το 2021 όσο και κατά την ανθρωποκτονία λίγους μήνες αργότερα, τον Ιανουάριο του 2022, χορήγησε κεταμίνη προκειμένου να βάλει τέλος στη ζωή της 9χρονης Τζωρτζίνας, με αποτέλεσμα να τα καταφέρει ενώ το παιδί νοσηλευόταν για νοσοκομείο «Παίδων». Όπως τονίζεται, μοναδικός «μάρτυρας» στο περιστατικό ήταν η ίδια η μητέρα του κοριτσιού, πράγμα που για το δικαστικό συμβούλιο αποτέλεσε επίσης σημαντική ένδειξη.
«Όπλο» η κεταμίνη
Μάλιστα, υιοθετώντας πλήρως την εισήγηση του εισαγγελέα Πρωτοδικών Γ. Νούλη, απέκλεισαν το ενδεχόμενο ασφυκτικού θανάτου, καταλήγοντας ότι «ο αποκλεισμός της μύτης και του στόματος δεν είναι πρόσφορος τρόπος ώστε να προκληθεί ανακοπή». Κατά τους δικαστικούς λειτουργούς, η 33χρονη κατηγορούμενη χορήγησε μη επακριβώς ταυτοποιηθείσα ουσία, κατασταλτική του κεντρικού νευρικού συστήματος, με πιθανότητα που αγγίζει τη βεβαιότητα η ουσία αυτή να είναι κεταμίνη. «Μία ουσία που συγκαταλέγεται σε εκείνες που είναι ικανές να προκαλέσουν ανακοπή και η οποία επέφερε πτώση των αφίξεων και μηδενισμό του κορεσμού στο οξυγόνο» όπως επισημαίνεται.
Τέλος, το δικαστικό συμβούλιο κατέληξε στην παράταση της προσωρινής κράτησης της Ρούλας Πισπιρίγκου για ακόμη έξι μήνες, με το σκεπτικό ότι η κατηγορούμενη θεωρείται ύποπτη τέλεσης νέων, όμοιων αξιόποινων πράξεων ακόμη και κατά των δικών της ανθρώπων.