Κιβωτό σπουδαίων ευρημάτων από τη βόρεια Βοιωτία αποτελεί το «περικαλλές» Αρχαιολογικό Μουσείων Χαιρώνειας, όπως το χαρακτηρίζει η αρχαιολόγος Δρ Έλενα Κουντούρη στον πρόλογο του 23ου τόμου της εκδοτικής σειράς «Ο Κύκλος των Μουσείων», που με τίτλο «Το Αρχαιολογικό Μουσείο Χαιρώνειας» παρουσιάστηκε πρόσφατα από τη LAMDA Development. Η πολυτελής έκδοση, μέσα από την πλούσια εικονογράφηση και την απαράμιλλη επιστημονική τεκμηρίωση των κειμένων, σκιαγραφεί «μια πολυδύναμη εικόνα βάθους χρόνου», που διατρέχει πολλούς αιώνες από την προϊστορία έως την Ύστερη Αρχαιότητα, ενώ για πρώτη φορά παρουσιάζονται στην πλειονότητά τους αδημοσίευτα ευρήματα.
Γιατί, όμως, στη Χαιρώνεια;
«Αναμφίβολα, η επιλογή της θέσης ίδρυσής του σε άμεση γειτνίαση με το, αναστηλωμένο σήμερα, ταφικό μνημείο του Λέοντος, στην καρδιά του κάμπου, και σε διαλεκτική σχέση με τον τύμβο των πεσόντων Μακεδόνων, έγινε για να σηματοδοτήσει τον τόπο της σφοδρής σύγκρουσης μεταξύ συγγενών ελληνικών φύλων που θα σφράγιζε την πορεία της παγκόσμιας ιστορίας», γράφει για τη Μάχη της Χαιρώνειας, που άλλαξε τον ρου της ιστορίας, στον πρόλογό της η προϊσταμένη της Διεύθυνσης Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού και αναπληρώτρια προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Αθηνών. Και επεξηγεί:
«Την επαύριο της μάχης του 338 π.Χ. η Μακεδονία εγκαθιδρύθηκε στην πολιτική σκακιέρα ως ηγέτιδα δύναμη, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την ελληνιστική οικουμένη. Τα υλικά κατάλοιπα της μάχης, τμήματα της πολεμικής εξάρτυσης και λίγα προσωπικά και χρηστικά αντικείμενα των νεκρών της, μαζί με πλείστα άλλα αντιπροσωπευτικά τεκμήρια του πολιτισμικού βίου στις τρεις σημαντικές πόλεις (Χαιρώνεια, Ορχομενός, Λεβάδεια) και σε μία μεθοριακή φωκική (Πανοπεύς), φιλοξενούνται στο Μουσείο Χαιρώνειας και σκιαγραφούν τη χρονική αλληλουχία των ιστορικών περιόδων».
Η συγγραφή του αφιερωματικού τόμου για «ένα από τα παλαιότερα επαρχιακά ελληνικά μουσεία, που οφείλει την υπόστασή του σε δύο από τους σημαντικότερους πρωτοπόρους της ελληνικής αρχαιολογίας του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, τον Παναγιώτη Σταματάκη και τον Γεώργιο Σωτηριάδη», έγινε από την Έ. Κουντούρη διόλου τυχαία. «Το απαιτητικό έργο της συγγραφής του αφιερωματικού αυτού τόμου ανέλαβε να φέρει σε πέρας η πολύπειρη και με άρτια επιστημονική θωράκιση Διευθύντρια Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού Δρ. Έλενα Κουντούρη. Η Έλενα γνωρίζει άριστα -όσο λίγοι- την ιστορία, τη μνημειακή τοπογραφία και τις αρχαιότητες της ευρύτερης περιοχής», σημειώνει στον δικό της πρόλογο η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη για την αρχαιολόγο η οποία, μεταξύ πολλών άλλων, έχει συμμετάσχει σε ανασκαφές στον Ορχομενό και στη Χαιρώνεια, ενώ από το 2018 διευθύνει διεπιστημονικό πρόγραμμα ανασκαφικής έρευνας και ανάδειξης της μυκηναϊκής ακρόπολης του Γλα υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας. Είναι επίσης η ερευνήτρια «του τροπαίου που ιδρύθηκε από τον Σύλλα για να εξυμνήσει την περιφανή νίκη του ρωμαϊκού στρατού εναντίον του Μιθριδάτη ΣΤ΄ Ευπάτορος στη θέση Κυδωνιές Ορχομενού».
Η αγάπη της για την περιοχή είναι, ίσως, το πρώτο που αντιλαμβάνεται κανείς ξεφυλλίζοντας, ψηφιακά και μη, τις σελίδες της έκδοσης, από την οποία αναδύονται γλαφυρές εικόνες ενός τόπου που διατηρεί και σήμερα τη γοητεία του παρελθόντος: «Oρμητικοί ποταμοί που χαραδρώνουν μυθικά βουνά, με προεξάρχοντες τον βοιωτικό Κηφισό και τον Μέλανα, με ζεστές κοιλάδες στις όχθες τους και μεγάλες τελματώδεις λίμνες στις εκβολές τους, όπως η Κωπαΐδα, η μεγαλύτερη στη χώρα πριν από την αποξήρανσή της στα τέλη του 19ου αιώνα, αλλά και οι μικρότερες σε έκταση αδερφές της Υλίκη και Παραλίμνη, συνθέτουν το ιδιαίτερης ομορφιάς βορειοβοιωτικό μεσογειακό τοπίο, στο οποίο αποτυπώνονται ανάγλυφα οι χιλιόχρονες πορείες των σημαινουσών αρχαίων πόλεών του, της Χαιρώνειας, του Ορχομενού και της Λεβάδειας», τονίζει η συγγραφέας στον πρόλογό της.
Το ξεχωριστό αυτό τοπίο «υμνεί», εξάλλου, η πρώτη ενότητα που αναφέρεται στο γεωμορφολογικό περίγραμμα της περιοχής το οποίο, μαζί με την «εξαιρετικά καίρια στρατηγική θέση της Βοιωτίας στην καρδιά της ηπειρωτικής χώρας», «σφράγισαν καταλυτικά τη μακραίωνη ιστορία του τόπου και καθόρισαν την ιστορική και πολιτιστική φυσιογνωμία του».
Περιηγητές, ανασκαφές και μουσείο
Η συνέχεια ανήκει στους Περιηγητές και στο Ιστορικό των Ανασκαφών. «Ο πρώτος συστηματικός αρχαιολόγος της νεότερης εποχής, ο Ιταλός περιηγητής Κυριακός της Αγκόνας, ανάμεσα σε πολλά ταξίδια του σε όλη την ανατολική Μεσόγειο, επισκέπτεται τη Βοιωτία το 1436, εξετάζει τα αρχαία μνημεία στη Λιβαδειά, τη Χαιρώνεια, τον Ορχομενό και αντιγράφει επιγραφές, χωρίς όμως να κάνει ιδιαίτερη μνεία στα ταξιδιωτικά ημερολόγιά του», σημειώνει η Έ. Κουντούρη, ξεκινώντας την αναφορά στους περιηγητές που τον 18ο αιώνα ήταν ολιγάριθμοι χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη βόρεια Βοιωτία. Κάτι που αλλάζει στον αμέσως επόμενο.
«Στις αρχές του 19ου αιώνα εκδηλώνεται ένα νέο περιηγητικό και αρχαιοδιφικό ρεύμα προς την Ελλάδα, καθώς οι κλασικές σπουδές γνωρίζουν αλματώδη ανάπτυξη και ταυτόχρονα ανθεί η ταξιδιωτική λογοτεχνία . Με την Ευρώπη αποκλεισμένη λόγω των ναπολεόντειων πολέμων και την κήρυξη του Γαλλοτουρκικού πολέμου, οι Βρετανοί εξασφαλίζουν προνομιακή μεταχείριση από την Υψηλή Πύλη και υπερέχουν αριθμητικά στο σύνολο των επισκεπτών που καταφθάνουν στη Βοιωτία. Μεταξύ αυτών, ο Ιρλανδός ζωγράφος και αρχαιοδίφης Edward Dodwell, ο Βρετανός στρατιωτικός και αρχαιολόγος William Martin Leake και ο Βρετανός ορυκτολόγος, ιερέας και ερασιτέχνης αρχαιολόγος Εdward Clarke, στους οποίους οφείλονται ορισμένες από τις πιο ενδιαφέρουσες και λεπτομερείς περιγραφές των αρχαιοβριθών περιοχών της βόρειας Βοιωτίας».
Μια από αυτές τις περιγραφές αφορά και η επίσκεψη του Clarke στο χωριό Ρωμέικο. Εκεί «αποτυπώνει μια επιτύμβια στήλη που φυλάσσεται στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας του χωριού, την οποία χαρακτηρίζει ως το πιο αξιοσημείωτο ανάγλυφο σε όλη την Ελλάδα. Σύμφωνα με την περιγραφή του Clarke αποδίδεται ‘μια ανδρική μορφή φυσικού μεγέθους σε στάση τριών τετάρτων, τυλιγμένη σε μεγάλο ιμάτιο και στηριζόμενη σε λεπτό μακρύ κυλινδρικό ραβδί με ρόζους που φτάνει έως την αριστερή μασχάλη του. Το δεξί χέρι κατεβαίνει ελαφρά λυγισμένο στον αγκώνα, κρατώντας από πάνω ένα τζιτζίκι [πρόκειται για ακρίδα], που το προσφέρει στον σκύλο του, ο οποίος ανασηκώνεται στα πίσω πόδια για να το πιάσει’. Σύμφωνα με τις πληροφορίες των χωρικών, βρέθηκε στις όχθες του Κηφισού, που διατρέχει τον κάμπο νοτιότερα του Ρωμέικου, μεταφέρθηκε στην εκκλησία και αργότερα χρησιμοποιήθηκε ως επιτύμβιο σήμα σε νεότερο τάφο». Όπως πληροφορεί η συγγραφέας, «η στήλη είναι γνωστή ως του Αλξήνορα από το όνομα του Νάξιου γλύπτη, που γεμάτος ικανοποίηση για το αποτέλεσμα υπέγραψε το έργο σε ναξιακό αλφάβητο: Αλσχήνορ εποίησεν hο Νάχσιος αλλά εσίδε(σθε). Ο γλύπτης είχε προφανώς εργαστεί στη Βοιωτία σε μια εποχή που λιγόστευαν οι παραγγελίες στα ναξιακά εργαστήρια, τα οποία παραγκωνίζονταν από τα παριανά. Το έργο, που σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη ανήκει στην καταληκτήρια φάση της Αρχαϊκής περιόδου (490 π.Χ.), μεταφέρθηκε το 1880 στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο».
Στην πορεία, κι άλλοι γνωστοί περιηγητές θα περιγράψουν οικισμούς και μνημεία της περιοχής σε ημερολόγια, βιβλία, λιθογραφίες και υδατογραφίες, ενώ κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα η Βοιωτία βρίσκεται στο επίκεντρο της αρχαιολογικής έρευνας. Όπως η «πρωτοποριακή και ιδιαιτέρως σημαντική αρχαιολογική εργασία» που έλαβε χώρα στη Χαιρώνεια κατά το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα, «όταν ο Παναγιώτης Σταματάκης, απόστολος της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας στη Βοιωτία, ερεύνησε, κατά το 1879-1880, το κοινό μνήμα των Θηβαίων Ιερολοχιτών, που απέδωσε 254 ανδρικές ταφές διαταγμένες σε επτά σειρές στο εσωτερικό ταφικού περιβόλου. Ο ίδιος, κατά τα έτη 1871-1872, είχε φέρει στο φως και τα τμήματα του καταπεσμένου λέοντος, ο οποίος είχε ανιδρυθεί στο μέσον της βόρειας πλευράς του ταφικού περιβόλου. Στον Σταματάκη οφείλεται η διάσωση και τεκμηρίωση 95 αρχαιοτήτων, κατά το πλείστον ενεπίγραφων λίθων, που αποτέλεσαν τον πυρήνα της αρχαιολογικής συλλογής της Χαιρώνειας, ήδη από το 1871», τονίζει η Έ. Κουντούρη για τον «άοκνο και δραστήριο» αρχαιολόγο που απασχολεί και την ενότητα για το Μουσείο.
«Το ισόγειο λιθόκτιστο κτήριο στη Χαιρώνεια εναγκαλίστηκε στοργικά τα πολύτιμα ευρήματα που ήρθαν στο φως από τη δράση του Παναγιώτη Σταματάκη», πρώτο μέλημα του οποίου ήταν η καταδίωξη των αδίστακτων αρχαιοκαπήλων που λυμαίνονταν την περιοχή, «με αποτέλεσμα την πλήρη καταστροφή των νεκροπόλεων των ιστορικών χρόνων. Χαιρώνεια, Ορχομενός, Κορώνεια, Αλίαρτος, Λιβαδειά, Δαύλεια ήταν ορισμένοι από τους τόπους που συστηματικά πλήττονταν από τους τυμβωρύχους. Οι άρπαγες επιτελούσαν το καταστροφικό τους έργο ανενόχλητοι, ακόμη και το καταμεσήμερο, αναζητώντας κυρίως τις περίφημες ‘ταναγραίες’, κομψά γυναικεία ειδώλια που απεικονίζονται σε δραστηριότητες της καθημερινής ζωής, μοναδικά δείγματα της βοιωτικής πηλοπλαστικής, ενώ πολύτιμα κτερίσματα αποσπώνταν με βίαιο τρόπο από την τροφοδότρα γη και διασκορπίζονταν έως τα πέρατα της οικουμένης. Ο Σταματάκης, άοκνος και δραστήριος, τους ακολουθούσε κατά πόδας, περιδιαβαίνοντας τη Βοιωτία, περισυνέλεγε, διέσωζε, κατέγραφε, έσκαβε, μήνυε, κυρίως όμως αντέγραφε τα ενεπίγραφα μνημεία της περιοχής. Την αυταπάρνησή του στην προσπάθεια να τεθεί τέλος στην ανεξέλεγκτη διαρπαγή την απηχούν οι έγγραφες υπηρεσιακές αναφορές του προς την Αρχαιολογική Εταιρεία. Σε αυτές καταγράφεται το χρονικό της διάσωσης των βοιωτικών αρχαιοτήτων έως το 1882, καθώς λίγα χρόνια αργότερα, το 1885, έφυγε από τη ζωή, στην Αθήνα, εξαιτίας της ελονοσίας από την οποία έπασχε χρόνια. Φαίνεται, όπως καταγράφεται και σε δημοσιεύματα εφημερίδων, πως είχε προσβληθεί από την ασθένεια αυτή στις ανασκαφές της Χαιρώνειας».
Νεολιθικός κόσμος
Ο νεολιθικός κόσμος της βόρειας Βοιωτίας με τις πρώτες οργανωμένες κοινωνίες καταλαμβάνουν το επόμενο κεφάλαιο, στο οποίο περίοπτη θέση κατέχει η Τούμπα Μπαλωμένου, που χρονολογείται κατά την Αρχαιότερη και κυρίως τη Μέση Νεολιθική εποχή (6000-5200 π.Χ.).
«Ο σημαντικότερος και στρωματογραφικά τεκμηριωμένος οικισμός, που αποτελεί τη βάση για τη διερεύνηση και τη γνώση των πρώτων φάσεων της ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή, αναπτύχθηκε σε χαμηλό λόφο, γνωστό ως Τούμπα (ή Μαγούλα) Μπαλωμένου, στη δυτική όχθη του βοιωτικού Κηφισού, περίπου δύο χιλιόμετρα βορείως του σύγχρονου οικισμού της Χαιρώνειας και κοντά στον Σιδηροδρομικό Σταθμό. Πρόκειται για τεχνητό γήλοφο, διαστάσεων περίπου 155 x 114 μ., που έχει διαμορφωθεί λόγω της συνεχούς κατοίκησης και ανοικοδόμησης στον ίδιο χώρο. Όταν ένα σπίτι καταστρεφόταν ή εγκαταλειπόταν, τα συσσωρευμένα οικοδομικά υλικά και τα κινητά ευρήματα του νοικοκυριού του ισοπεδώνονταν και πάνω σε αυτά επαναλαμβανόταν η κατοίκηση με νέα κτίσματα. Αυτή η επιμονή χρήσης της ίδιας θέσης για κατοίκηση, κοινή σε μεγάλο αριθμό νεολιθικών εγκαταστάσεων, αποδίδεται κυρίως στη στρατηγική της σημασία, ως προς τη διαθεσιμότητα εύφορων εδαφών και τη γειτνίαση με πρώτες ύλες, αναγκαίες για την κατασκευή κτισμάτων και εργαλείων, καθώς και με πηγές πόσιμου νερού. Επιπλέον, η παρουσία της τούμπας μπορεί να θεωρηθεί ότι σχετίζεται με τη συλλογική μνήμη της κοινότητας, δηλώνοντας την κυριαρχία της με τη μακρόχρονη κατοχή του συγκεκριμένου χώρου», αναφέρει η αρχαιολόγος για τη θέση από την οποία έχουν έρθει στο φως σημαντικότατα ευρήματα.
Μεταξύ αυτών, ξεχωρίζουν ειδώλια γυναικείας κυρίως μορφής, καθώς και ένα αντικείμενο που διακρίνεται για τη σπανιότητα της απεικόνισής του. Πρόκειται για «το πήλινο ομοίωμα οικίσκου, το οποίο εκτίθεται στο Μουσείο της Χαιρώνειας και αποτελεί ένα από τα λίγα ακέραια παραδείγματα που έχουν διασωθεί από τους χρόνους αυτούς. Η ορθογώνια κατασκευή, η δίρριχτη στέγη, με τα ελαφρά προτεταμένα γείσα στις μακρές πλευρές, ίσως ως υπόμνηση προστεγασμάτων, το οπαίον για την έξοδο του καπνού στην κορυφή της στέγης, και η υπερυψωμένη θύρα ως μέσο προφύλαξης από ύδατα ή από την εύκολη πρόσβαση ζώων, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του ομοιώματος. Καθώς δεν έχουν διατηρηθεί αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε με βεβαιότητα τον βαθμό στον οποίο το ομοίωμα αποτελεί πιστή απόδοση νεολιθικού σπιτιού στη Μαγούλα Μπαλωμένου. Κατά πάσα πιθανότητα αποδίδει αφαιρετικά τη μορφή του σπιτιού», συμπληρώνει η συγγραφέας.
Εποχή του Χαλκού κι άλλες περίοδοι
Η συνέχεια ανήκει στην Εποχή του Χαλκού και στον Ορχομενό -κυρίως-, σημαντικό κέντρο της βόρειας Βοιωτίας, όπως υποδηλώνουν μεταξύ άλλων η μινυακή κεραμική της Μεσοελλαδικής περιόδου (2100-1600 π.Χ.), οι τάφοι πολεμιστών (1700-1450/1440), ο θολωτός τάφος του «Θησαυρού του Μινύου» (περί τα 1250 π.Χ.), το επίτευγμα της αποξήρανσης της Κωπαΐδας και η ίδρυση της Ακρόπολης του Γλα.
«Πρόσφατα ανασκαφικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι κατά τους ΥΕ ΙΙΙΒ χρόνους (1300-1200 π.Χ.), ο Ορχομενός προέβη στην υλοποίηση ενός οικοδομικού προγράμματος ευρύτατης κλίμακας, σε αναλογία με αντίστοιχα φιλόδοξα προγράμματα που έλαβαν χώρα στα ανακτορικά κέντρα της Αργολίδας. Το πρόγραμμα περιλάμβανε, εκτός από την κατασκευή του θολωτού τάφου του Μινύου και την αποστράγγιση της Κωπαΐδας, την ίδρυση της ακρόπολης του Γλα σε επίκαιρη θέση στον ανατολικό μυχό της λίμνης. Η ακρόπολη κατασκευάστηκε σε νησίδα, συγχρόνως με τα έργα αποστράγγισης της λίμνης, και έχει ερμηνευθεί ως το οικονομοτεχνικό κέντρο λειτουργίας των αποστραγγιστικών έργων, καθώς και ως σταθμός συγκέντρωσης των αυξημένων αγροτικών προϊόντων της περιοχής. Περιβάλλεται από ισχυρό κυκλώπειο τείχος με τέσσερις πύλες, ενώ διατηρούνται ακόμη κατάλοιπα μεγάλων κτηρίων που έχουν ερμηνευθεί ως κατοικίες αξιωματούχων, ιδιότυπα διοικητήρια και σιτοβολώνες», γράφει για τα νεότερα δεδομένα η επικεφαλής των ερευνών στην Ακρόπολη του Γλα.
Η περίοδος μετά την πτώση των μυκηναϊκών κέντρων και οι Γεωμετρικοί χρόνοι, οι Αρχαϊκοί και οι Ρωμαϊκοί κυριαρχούν στις αντίστοιχες ενότητες, ενώ διακριτά κεφάλαια αναδεικνύουν τη σημασία πόλεων, όπως η Χαιρώνεια -με τον διασημότερο κάτοικό της, τον Πλούταρχο-, ο Ορχομενός, η Λεβάδεια και ο Πανοπέας. «Δικό» τους κεφάλαιο διαθέτουν επίσης τα θέατρα και οι οχυρωμένες ακροπόλεις της περιοχής που από τον 6ο αι. π.Χ. «επιστέφουν τα υψώματα και τις βουνοκορφές της και αποτελούν πηγή σφαιρικής πληροφόρησης για την έκταση και την ισχύ των εγκαταστάσεων και τις ιστορικές τους περιπέτειες, καθώς και για την οχυρωματική τέχνη της εποχής τους», ενώ άλλες ενότητες «μιλούν» για την καθημερινή ζωή, τα αστικά και υπαίθρια ιερά, τα νεκροταφεία, που συνιστούν «πολύτιμες μαρτυρίες για την ανασύνθεση της κοινωνίας των ιστορικών χρόνων», τον Α΄ Μιθριδατικό Πόλεμο και το τέλος του αρχαίου κόσμου.
Ειδικές μνείες δεν θα μπορούσαν να λείπουν, φυσικά, για τη Μάχη της Χαιρώνειας του 338 π.Χ., που οδήγησε στη γέννηση ενός καινούργιου κόσμου, αλλά και για τον Λέοντα της Χαιρώνειας με την πολυκύμαντη ιστορία εύρεσης και αποκατάστασης.